Ομάδα ερευνητών στην Κοπεγχάγη ανακάλυψε ότι η δραστηριότητα της σεροτονίνης στον εγκέφαλο θα μπορούσε να βοηθήσει στην πρόβλεψη εάν οι ασθενείς που λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά τύπου SSRI θα εμφανίσουν σεξουαλικές παρενέργειες, όπως στυτική δυσλειτουργία ή δυσκολία στην επίτευξη οργασμού. Η ανακάλυψη παρουσιάστηκε στο συνέδριο του Ευρωπαϊκού Κολεγίου Νευροψυχοφαρμακολογίας (ECNP) στο Άμστερνταμ και ανοίγει τον δρόμο για πιο εξατομικευμένη θεραπεία της κατάθλιψης, βοηθώντας τους ασθενείς να επιλέγουν φάρμακα που ελαχιστοποιούν τις σεξουαλικές επιπλοκές.

Η σεξουαλική δυσλειτουργία αποτελεί συχνό πρόβλημα στην κατάθλιψη και επιδεινώνεται συχνά από τη θεραπεία με αντικαταθλιπτικά. Τα SSRIs, δηλαδή οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης, όπως η φλουοξετίνη και η εσσιταλοπράμη, συνταγογραφούνται ευρέως για την αποτελεσματικότητά τους στη βελτίωση της διάθεσης, αλλά είναι επίσης γνωστό ότι προκαλούν σεξουαλικές παρενέργειες σε έως και 70% των χρηστών. Αυτές περιλαμβάνουν μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας, στυτικές δυσκολίες και προβλήματα στην επίτευξη οργασμού. Μέχρι σήμερα, δεν υπήρχε αξιόπιστος τρόπος πρόβλεψης των ασθενών που βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο.

Η μέτρηση της σεροτονίνης για πρόβλεψη παρενεργειών

Οι ερευνητές στην Κοπεγχάγη εξέτασαν 90 ασθενείς με διάγνωση κατάθλιψης, για να διαπιστώσουν εάν η δραστηριότητα της σεροτονίνης στον εγκέφαλο πριν από τη θεραπεία μπορούσε να προβλέψει τις σεξουαλικές παρενέργειες. Χρησιμοποίησαν μια μέθοδο βασισμένη σε ΗΕΓ, γνωστή ως Loudness Dependence of Auditory Evoked Potentials (LDAEP), ένα τεστ που μετρά τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τους ήχους. Παράλληλα, η απόκριση αυτή αντανακλά και τη δραστηριότητα της σεροτονίνης: όσο χαμηλότερη η τιμή LDAEP, τόσο υψηλότερα τα επίπεδα σεροτονίνης στον εγκέφαλο.

Οι ασθενείς υποβλήθηκαν στο τεστ LDAEP πριν ξεκινήσουν την 8 εβδομάδων θεραπεία με SSRI και οι ερευνητές παρακολούθησαν τις σεξουαλικές παρενέργειες. Σύμφωνα με τον επικεφαλής ερευνητή, Δρ Κρίστιαν Γιένσεν από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Κοπεγχάγης, τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. «Ανακαλύψαμε ότι οι άνθρωποι με υψηλότερη δραστηριότητα σεροτονίνης πριν από την έναρξη της θεραπείας ήταν πολύ πιο πιθανό να εμφανίσουν σεξουαλικές παρενέργειες στο τέλος της και ειδικότερα στην επίτευξη οργασμού», ανέφερε ο Γιένσεν.

Συνδυάζοντας τα δεδομένα LDAEP με πληροφορίες σχετικά με τα σεξουαλικά συμπτώματα των ασθενών λόγω κατάθλιψης, οι ερευνητές κατάφεραν να προβλέψουν την ικανότητα επίτευξης οργασμού με ακρίβεια 87%. «Αυτή τη στιγμή, οι ασθενείς ανακαλύπτουν τις σεξουαλικές παρενέργειες αφού έχουν ήδη ξεκινήσει τη θεραπεία με αντικαταθλιπτικά», εξήγησε ο Γιένσεν σε δελτίο τύπου. «Η μέτρηση της δραστηριότητας της σεροτονίνης μέσω του τεστ LDAEP στην αρχή της θεραπείας επιτρέπει την πρόβλεψη της πιθανότητας εμφάνισης σεξουαλικών προβλημάτων λόγω του SSRI», συμπλήρωσε χαρακτηριστικά.

Η ομάδα ελπίζει ότι η προσέγγιση αυτή θα βοηθήσει τους κλινικούς ιατρούς να λαμβάνουν πιο ακριβείς αποφάσεις κατά τη συνταγογράφηση αντικαταθλιπτικών, επιτρέποντας στους ασθενείς να διατηρούν ή να επανακτούν ενεργή σεξουαλική ζωή κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Ο Γιένσεν επισήμανε ότι τα ευρήματα φαίνεται να αφορούν συγκεκριμένα προβλήματα που προκαλούνται από τη φαρμακευτική αγωγή και όχι γενική σεξουαλική δυσλειτουργία, ενώ σημείωσε ότι ήδη διεξάγεται μεγαλύτερη μελέτη με 600 ασθενείς για την περαιτέρω βελτίωση των αποτελεσμάτων και τη συμπερίληψη μετρήσεων ορμονικών επιπέδων.

Ένα βήμα προς εξατομικευμένη θεραπεία αντικαταθλιπτικών

Σύμφωνα με το interestingengineering oι ειδικοί θεωρούν την ανακάλυψη ως σημαντικό βήμα προς πιο εξατομικευμένη ψυχιατρική φροντίδα. Ο Καθηγητής Έρικ Ρουχ, ψυχίατρος στο Ιατρικό Κέντρο Πανεπιστημίου Radboud στην Ολλανδία, που δεν συμμετείχε στη μελέτη, την χαρακτήρισε «πολύ ενδιαφέρουσα, καθώς οι ερευνητές χρησιμοποίησαν καινοτόμα ένα εύκολο στη χρήση τεστ για να προβλέψουν την πιθανότητα σεξουαλικής δυσλειτουργίας μετά την έναρξη της θεραπείας με αντικαταθλιπτικά».

Ο Ρουχ τόνισε ότι, αν τα αποτελέσματα επαναληφθούν, ένα τέτοιο τεστ θα μπορούσε να βοηθήσει τους γιατρούς να εντοπίζουν ασθενείς που πιθανότατα δεν θα εμφανίσουν σεξουαλικές παρενέργειες, προσφέροντας σιγουριά σε όσους διστάζουν να ξεκινήσουν θεραπεία με SSRI. «Καθώς πολλοί ασθενείς βιώνουν σεξουαλική δυσλειτουργία μετά την έναρξη των SSRIs, η πιο σημαντική κλινική εφαρμογή θα είναι η πρόβλεψη ότι η σεξουαλική δυσλειτουργία δεν θα εμφανιστεί», σημείωσε. Επιπλέον, ενθάρρυνε τους ερευνητές να επεκτείνουν τη δουλειά τους προς την ανάπτυξη εργαλείου που να συμβουλεύει ποιο αντικαταθλιπτικό να χρησιμοποιείται, αντί να βασίζονται αποκλειστικά σε φαρμακολογικές υποθέσεις.

Ένα μη επεμβατικό παράθυρο στον εγκέφαλο

Το ίδιο το τεστ LDAEP είναι απλό και μη επεμβατικό. «Το LDAEP είναι αρκετά κομψό», δήλωσε ο Γιένσεν. «Παίζουμε ήχους σε διαφορετικές εντάσεις μέσω ακουστικών ενώ μετράμε τα εγκεφαλικά κύματα. Διαρκεί περίπου 30 λεπτά και δεν είναι επεμβατικό. Δεν είναι γενικά διαθέσιμο, αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει αν το τεστ ανταποκριθεί στις προσδοκίες».

Ο Γιένσεν περιέγραψε τη λειτουργία του τεστ: μικρά ηλεκτρόδια τοποθετούνται στο τριχωτό της κεφαλής για την καταγραφή της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου σε απόκριση στον ήχο, αντικατοπτρίζοντας έμμεσα τα επίπεδα σεροτονίνης. Δεδομένου ότι η σεροτονίνη ρυθμίζει την επεξεργασία αισθητηριακών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των ήχων, το τεστ προσφέρει έναν μοναδικό βιοδείκτη για την κατανόηση του πώς τα αντικαταθλιπτικά ενδέχεται να επηρεάσουν τη νευροχημεία κάθε ατόμου.

Αν και η μελέτη βρίσκεται ακόμη σε διαδικασία αξιολόγησης, τα ευρήματα υποδεικνύουν έναν νέο δρόμο στη θεραπεία της κατάθλιψης, που συνδυάζει τη συναισθηματική ευεξία με τη σεξουαλική υγεία. Εάν επιβεβαιωθεί, η έρευνα αυτή θα μπορούσε να δώσει στους γιατρούς ένα σημαντικό εργαλείο για την επιλογή αντικαταθλιπτικών που διατηρούν τόσο τη ψυχική σταθερότητα όσο και την ποιότητα ζωής των ασθενών.