Στην τελική ευθεία προς τις εθνικές κάλπες, η Τράπεζα της Ελλάδος αναμένεται να βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.

Ο Γιάννης Στουρνάρας αναμένεται να παραδώσει σήμερα στον απερχόμενο Πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση την έκθεση νομισματικής πολιτικής, στην οποία θα ενσωματώνονται οι τελευταίες εκτιμήσεις της ΤτΕ αναφορικά με τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αλλά και την πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών ενώ θα καταγράφονται προκλήσεις και προοπτικές.

Την ίδια ώρα στη Βαρσοβία ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης θα συμμετέχει για τελευταία φορά στο σημερινό άτυπο EuroWorkingGroup όπου πρόκειται να συζητηθεί η έκθεση αξιολόγησης που δόθηκε στις 5 Ιουνίου 2019 στη δημοσιότητα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Παρά τον αρχικό προβληματισμό που υπήρξε στους κόλπους των Ευρωπαίων εταίρων μήπως αναβληθεί η συζήτηση των συμπερασμάτων της έκθεσης λόγω της εκλογικής διαδικασίας στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισαν ότι η χώρα δεν πρέπει να εξαιρεθεί από το πλαίσιο της υποχρέωσης για το ευρωπαϊκό εξάμηνο. Σε κάθε περίπτωση οι δανειστές θέλουν να στείλουν το μήνυμα ότι η αλλαγή στη διακυβέρνηση της χώρας δεν αλλάζει τις  μεταμνημονιακές δεσμεύσεις οι οποίες  είναι δεδομένες και δεν παραγράφονται.

Κατά τις πληροφορίες, στο σημερινό EWG η σκληρή ομάδα των εκπροσώπων των υπουργών Οικονομικών του Βορρά θα εμφανιστεί απολύτως βέβαιη ότι οι παροχές Τσίπρα και οι ρυθμίσεις των 120 δόσεων δημιουργούν σοβαρές αρρυθμίες στον φετινό προϋπολογισμό και για τον λόγο αυτό θα πρέπει να υπάρξουν προληπτικά δημοσιονομικά μέτρα στην οικονομία.

Από την πλευρά του ο Γιάννης Στουρνάρας εκτιμά ότι δεν θα χρειαστούν έκτακτα μέτρα για την κάλυψη του σημερινού δημοσιονομικού κενού εφόσον η επόμενη κυβέρνηση ασκήσει συνετή δημοσιονομική πολιτική. Σταθμίζοντας τα δεδομένα του πρώτου πενταμήνου του έτους, οι υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος εκτιμούν ότι ο συνδυασμός χαμηλότερης ανάπτυξης σε σχέση με την προβλεπόμενη στον προϋπολογισμό, αλλά και το κόστος των πρόσφατα νομοθετημένων μέτρων (μετατάξεις προϊόντων και υπηρεσιών σε χαμηλότερους συντελεστές ΦΠΑ, «13η σύνταξη», 120 δόσεις), μπορεί να οδηγήσει σε συμπίεση του φετινού πρωτογενούς πλεονάσματος έως και το 2,9% του ΑΕΠ έναντι δεσμευτικού στόχου 3,5% του ΑΕΠ στο πλαίσιο της ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας.

Η εν δυνάμει απόκλιση, η οποία προβλέπεται με βάση τα δεδομένα του πρώτου πενταμήνου εκτέλεσης του προϋπολογισμού, κρίνεται, σύμφωνα με πληροφορίες, αναστρέψιμη στον βαθμό που η επόμενη κυβέρνηση θα ασκήσει συνετή δημοσιονομική πολιτική.

Στο μέτωπο της ανάπτυξης, άλλωστε, η ΤτΕ κρατά αμετάβλητη την εκτίμησή της για μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά 1,9% φέτος έναντι πρόβλεψης προϋπολογισμού 2,5% και αναθεωρημένης εκτίμησης από το υπουργείο Οικονομικών για ρυθμό ανάπτυξης 2,3%. Πληροφορίες αναφέρουν πως οι θεσμοί από την πλευρά τους, μετά την αλλαγή κλίματος στην ελληνική οικονομία, εκτιμούν πως τελικά ο ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να ξεπεράσει το 2%.

Στην έκθεση, η ΤτΕ αναμένεται να επαναλάβει την πάγια θέση της, όπως επανειλημμένα έχει εκφραστεί από τον διοικητή τους τελευταίους μήνες, για την ανάγκη μείωσης των στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων προκειμένου να απελευθερωθούν αναπτυξιακοί πόροι για την ελληνική οικονομία.

Μέσω της επιτάχυνσης της ανάπτυξης και σε συνδυασμό με τη μείωση του κόστους δανεισμού του Δημοσίου όπως έχει προκύψει στην αγορά ομολόγων, οι τεχνοκράτες της Τράπεζας της Ελλάδος θεωρούν ότι δεν διαταράσσεται η πορεία βιωσιμότητας του χρέους όπως συμφωνήθηκε τον περσινό Ιούνιο όταν κλείδωσαν τα μέτρα ελάφρυνσης σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

Η ΤτΕ θεωρεί πως με το δημόσιο χρέος στα επίπεδα του 180% είναι 1,8 φορές πιο αποτελεσματικό η μείωσή του ως προς το ΑΕΠ να γίνεται μέσω της ανάπτυξης παρά μέσα από τα πρωτογενή πλεονάσματα, μια προοπτική η οποία θα δημιουργούσε το περιθώριο και για την υλοποίηση των αναγκαίων μειώσεων φόρων και εισφορών.