H εταιρία Twitter Inc τελικά έκανε την… απειλή της πραγματικότητα και μήνυσε τον Έλον Μασκ την Τρίτη (12/7) για παραβίαση της συμφωνίας ύψους 44 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αγορά της πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης.

Μάλιστα ζήτησε από δικαστήριο του Ντέλαγουερ των ΗΠΑ να διατάξει τον πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου να ολοκληρώσει τη συγχώνευση στα συμφωνηθέντα 54,20 δολάρια ανά μετοχή του Twitter, αναφέρει δικαστική κατάθεση.

«Ο Μασκ προφανώς πιστεύει ότι ο ίδιος – σε αντίθεση με κάθε άλλο μέρος που υπόκειται στο συμβατικό δίκαιο του Ντέλαγουερ – είναι ελεύθερος να αλλάξει γνώμη, να πετάξει στα σκουπίδια την εταιρεία, να διαταράξει τις δραστηριότητές της, να καταστρέψει την μετοχική της αξία, και να φύγει», αναφέρεται στην αγωγή.

Την Παρασκευή, ο Μασκ δήλωσε ότι τερμάτιζε τη συγχώνευση επειδή το Twitter παραβίασε τη συμφωνία, καθώς δεν ανταποκρίθηκε σε αιτήματα για πληροφορίες σχετικά με ψεύτικους ή spam λογαριασμούς στην πλατφόρμα, κάτι που είναι θεμελιώδες για την επιχειρηματική του απόδοση.

Στην αγωγή ο Μασκ κατηγορείται για ένα «μακρύ κατάλογο» παραβιάσεων της συμφωνίας συγχώνευσης, οι οποίες «έχουν ρίξει ένα πέπλο πάνω από το Twitter και την επιχείρηση». Ο ίδιος σχολίασε στο… Twitter «Oh the irony lol», δηλαδή «Ω, τι ειρωνεία».

Οι μετοχές της πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης υποχώρησαν στα 34,06 δολάρια την Τρίτη από πάνω από τα 50 δολάρια που ήταν όταν η συμφωνία έγινε αποδεκτή από το συμβούλιο του Twitter στα τέλη Απριλίου.

Το Twitter χαρακτήρισε τους λόγους που επικαλέστηκε ο Μασκ ως «πρόσχημα» που δεν είχε βάση και δήλωσε ότι η απόφασή του να αποχωρήσει είχε περισσότερο να κάνει με την πτώση της χρηματιστηριακής αγοράς, ιδίως των μετοχών τεχνολογίας.

Η μετοχή της Tesla, η κύρια πηγή της περιουσίας του Μασκ, έχει χάσει το 30% της αξίας της από τότε που ανακοινώθηκε η συμφωνία και έκλεισε την Τρίτη στα 699,21 δολάρια.

Νομικοί εμπειρογνώμονες δήλωσαν ότι από τις πληροφορίες που είναι δημόσιες, το Twitter φαίνεται να έχει το πάνω χέρι λόγω του τρόπου με τον οποίο ο Μασκ διαπραγματεύτηκε τη συμφωνία, αρνούμενος να κάνει τον παραδοσιακό έλεγχο πριν από τη συγχώνευση.