Οι κυβερνήσεις της Ιταλίας και της Κίνας υπέγραψαν σήμερα το πρωί ένα «μη δεσμευτικό» πρωτόκολλο συμφωνίας για να σφραγίσουν την είσοδο της Ιταλίας στους «νέους δρόμους του μεταξιού», παρά τις ανησυχίες των Βρυξελλών και της Ουάσινγκτον.

Στη διάρκεια τελετής που πραγματοποιήθηκε παρουσία του κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ και του ιταλού πρωθυπουργού Τζουζέπε Κόντε, η Ιταλία έγινε η πρώτη χώρα μέλος της Ομάδας των Επτά (G7) περισσότερο ανεπτυγμένων βιομηχανικών χωρών που εντάσσεται σ’ αυτό το φαραωνικό πρόγραμμα θαλάσσιων και χερσαίων υποδομών που παρουσίασε το 2013 το Πεκίνο.

Συνολικά υπογράφηκαν 29 συμβόλαια ή πρωτόκολλα συμφωνιών που, σύμφωνα με τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης, ανέρχονται συνολικά σε 5 έως 7 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ μπορούν «εν δυνάμει» να φθάσουν μέχρι τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ, όπως μεταδίδουν το Γαλλικό Πρακτορείο και το Reuters και αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Προβλέπονται έτσι κινεζικές επενδύσεις στα λιμάνια της Γένοβας και της Τεργέστης, τα οποία είναι στρατηγικής σημασίας για τη θαλάσσια πρόσβαση της Κίνας στην ευρωπαϊκή αγορά.

Τα κύρια συμβόλαια αφορούν την Ansaldo (τουρμπίνες) και τον όμιλο Danieli, ο οποίος θα έχει συμμετοχή ύψους 1,1 δισ. ευρώ στην κατασκευή μιας σιδηρουργικής εγκατάστασης στο Αζερμπαϊτζάν.

Οι συμφωνίες αφορούν ακόμη το άνοιγμα της κινεζικής αγοράς στα ιταλικά πορτοκάλια, τουριστικές συμπράξεις, προγράμματα πολιτιστικής αδελφοποίησης, μια συνεργασία ανάμεσα σε κινεζικά και ιταλικά μέσα ενημέρωσης…

Αντίθετα, δεδομένων των επιφυλάξεων που εκφράσθηκαν στην Ουάσινγκτον ή στις Βρυξέλλες, αλλά και στους κόλπους της ίδιας της λαϊκιστικής ιταλικής κυβέρνησης γι’ αυτή τη μορφή μονομερούς προσέγγισης ανάμεσα στην Ιταλία και την Κίνα, τους τελευταίους μήνες ανεστάλησαν μια εικοσαριά άλλες συμφωνίες που συζητούνταν επίσης.

«Μ’ αυτό το πρωτόκολλο συμφωνίας, γνωρίζουμε πως, πέρα από την ευκαιρία, υπάρχει επίσης ένας κίνδυνος», διαβεβαίωσε μιλώντας στο ραδιόφωνο ο ιταλός υφυπουργός Οικονομίας Μικέλε Γκεράτσι, ένθερμος υποστηρικτής της κινεζικής υπόθεσης στη Ρώμη, αφού επί δέκα χρόνια δίδασκε στην Κίνα.