Η Λένα Κιτσοπούλου και η παράσταση «Σφήκες» στην Επίδαυρο προκάλεσε πολλά σχόλια, διχάζοντας κοινό και ανθρώπους του καλλιτεχνικού χώρου. Η ίδια μίλησε στην εφημερίδα «Μακεδονία» για τις αντιδράσεις που προκάλεσε η παράστασή της. «Είναι γεμάτη Σφήκες η ζωή μας. Είναι όλοι αυτοί που κακιώνουν και καταδικάζουν μέσα στα social, είναι αυτοί που έχουνε γνώμη για όλα, που μισούν και κατακρίνουν, ενώ οι ίδιοι είναι οι χειρότεροι φασίστες», τονίζει μεταξύ άλλων.

«Σφήκα είναι ο φθόνος που δεν αφήνει τον άνθρωπο να κοιμηθεί το βράδυ γιατί του φταις εσύ που δεν σε ξέρει καν, Σφήκες είναι οι άνθρωποι που νομίζουν πώς παίρνουν αξία, ψάχνοντας να βρουν κάτι κακό στον άλλον, είναι οι άνθρωποι χωρίς φως, χωρίς ύπαρξη, το σύστημα όλο είναι μία Σφήκα, είναι η διαπλοκή, η διαφθορά, είναι το φακελάκι, είναι αυτός που γίνεται υποχείριο του οποιουδήποτε για να ανέλθει, η ανθρώπινη φύση είναι μία τεράστια Σφήκα», τονίζει η καλλιτέχνιδα σχετικά με τα «κεντριά» που μας απειλούν.

«Ο άνθρωπος κατά τη γνώμη μου έχει μηδενική εξέλιξη μέσα στην ιστορία, πλην των εξαιρέσεων. Στη χώρα μας νομίζω βασιλεύει αυτή τη στιγμή ο άνθρωπος του καναπέ που με ένα κινητό στο χέρι αισθάνεται τουλάχιστον πρόεδρος του Αρείου Πάγου», τονίζει σε άλλο σημείο.

«Η τέχνη καθρεφτίζει τον άνθρωπο και την κοινωνία. Δεν ταυτίζεται ο συγγραφέας απαραίτητα με την άποψη του ήρωά του. Το ότι δείχνεις έναν άνθρωπο διεφθαρμένο, ή κακοποιητικό επί σκηνής, δεν σημαίνει ότι παίρνεις το μέρος του. Δεν υπάρχει “πολίτικαλ κορέκτ” στην τέχνη. Θα πρέπει να απαγορευτεί ο “Ταξιτζής” του Σκορσέζε; Το “Funny Games” του Χάνεκε; Τι ακριβώς πρέπει να γίνει; Τι παρανόηση είναι αυτή;» διερωτάται η Κιτσοπούλου.

«Τα δικά μου έργα δεν παίρνουν ποτέ θέση. Παραθέτουν στοιχεία και τα βάζουν με όλους και με όλα το ίδιο. Φτιάχνω κόσμους από υλικά ανθρώπινα, από το χειρότερο κι από το πιο όμορφο. Ζωγραφίζω τη ζωή με το δικό μου χέρι, κοπιάζω και εκτίθεμαι προσωπικά με ό,τι σκέφτομαι και όσο στρέφομαι κατά των άλλων, το ίδιο στρέφομαι και κατά του εαυτού μου».

Η Επίδαυρος

«Η Επίδαυρος για μένα έχει μία συναισθηματική φόρτιση, γιατί είναι το μέρος που πρωτοέπαιξα όταν ακόμα ήμουνα στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, έχω μνήμες τρελές και πολύ έντονες από το ξεκίνημα στο θέατρο τότε που ήμουνα είκοσι χρονών, από τη χαρά για όλον αυτόν τον καινούργιο κόσμο που ανακάλυπτα και που πια γινόμουν μέρος του, τον έρωτα, τα ξενύχτια, τα ξημερώματα, το σπίτι του Φωτόπουλου, τις πρόβες, τα βράδια στον Λεωνίδα στο Λυγουριό, είναι ένα μέρος που με έχει στιγματίσει και κάνοντας τώρα κάτι εκεί, ήταν σαν να συνομιλώ με όλα αυτά, με την ίδια μου τη ζωή. Ήθελα πολύ να πολεμήσω με ό,τι έχω, ήθελα να επιστρέψω όλα όσα εκεί πέρα με ευτύχησαν ή με διέλυσαν και με έφεραν τέλος πάντων εδώ που είμαι σήμερα, ήθελα να με βλέπει ο Διονύσης, ήθελα να χορεψω όπως τότε, ήθελα να είμαι μέσα σε αυτή την ορχήστρα μαζί με αυτούς που σηματοδοτούν την αρχή για μένα στο θέατρο, τον Νίκο Κυπουργό, τον Νίκο Καραθάνο, τον Γιάννη Κότσιφα, την Ιωάννα Μαυρέα.

Ένιωθα ότι έχω μία υποχρέωση απέναντι στον εαυτό μου να τρελαθώ, να είμαι ειλικρινής, να είμαι ελεύθερη, να εκτεθώ, αντλώντας μέσα από το έργο του Αριστοφάνη όσα περισσότερα μπορώ και να τα παρουσιάσω με τον τρόπο που εγώ τα καταλαβαίνω και με απόλυτη πίστη στο μυαλό μου. Ήθελα να είμαι ολόκληρη μέσα στο σύμπαν αυτού του έργου αλλά και στο δικό μου, στην αισθητική της γλώσσας και της εικόνας που εμένα μου αρέσουν», εξηγεί η σκηνοθέτης.

«Φτιάχνω κόσμους από υλικά ανθρώπινα, από το χειρότερο και από το πιο όμορφο»

Για το έργο της λέει: «Θεωρώ ότι πρέπει να ψάξω και να καταλάβω τον συγγραφέα κι από εκεί και πέρα να κλέψω οτιδήποτε δικό του με συμφέρει για να πω αυτό που νομίζω πως λέει αυτός. Είναι ένα τελείως καινούργιο έργο οι δικοί μου Σφήκες, το οποίο όμως κρατάει τους βασικούς ήρωες, τον πατέρα και τον γιο, όπως και τους δύο φύλακες, αλλά θεωρώ ότι έχει και πάρα πολλά στοιχεία του Αριστοφάνη, όπως την παράβαση, στην οποία κράτησα την δική του θεματολογία απόλυτα, το κεντρί προς τους θεατές που δεν τον ψήφισαν, προς το κοινό που δεν το βολεύει να ακούει την αλήθεια, τα βέλη προς τους δικούς μου ‘’Κλέωνες’’, τους σημερινούς και το θέμα της νιότης και του γήρατος, το οποίο πήρα πάνω μου για να μιλήσω και προσωπικά για μένα, για τις δικές μου δυνάμεις και ως άνθρωπος και ως δημιουργός του έργου.

Έχουμε φτιάξει και εμείς έναν μανιακό δικομανή πατέρα, έχουμε μεταφέρει το δικαστήριο της Ηλιαίας στο σύμπαν των σημερινών λαϊκών δικαστηρίων και έχουμε έναν άνθρωπο για χορό, έναν Σφήκα μόνο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είναι ρόλοι, είναι η κοινωνία των σημερινών σφηκών που είναι μία μάνα, ένας αστυνομικός, ένας γιος, ένας πατέρας, ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος που αυτοβαφτίζεται κριτής, δικαστής, δικηγόρος, λέει τη γνώμη του, επιβάλλει τη γνώμη του, κακοποιεί, κατηγορεί, εγκληματεί. Προσπάθησα πέρα από τον πατέρα να φτιάξω μια κοινωνία ανθρώπων σημερινών, η οποία γεννάει τον κακοποιητή πατέρα, τον κακοποιητή πολιτικό, τον φαλλοκράτη, τον φασίστα, τον εθνικιστή».