Ευρωπαίοι αξιωματούχοι προειδοποίησαν σήμερα την Ελβετία για τις επιπτώσεις που ενδέχεται να έχει στις σχέσεις της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση το αποτέλεσμα του χθεσινού δημοψηφίσματος υπέρ του περιορισμού της μετανάστευσης.

Το δημοψήφισμα «ενδέχεται να έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις στις σχέσεις της ΕΕ με την Ελβετία», δήλωσε ο βέλγος υπουργός Εξωτερικών Ντιντιέ Ρέιντερς.

Θέτοντας εν αμφιβόλω την αρχή της ελεύθερης μετακίνησης, η απόφαση «σίγουρα θα μας αναγκάσει να αναθεωρήσουμε» το σύνολο των συμφωνιών μεταξύ της ΕΕ και της Ελβετίας που υπεγράφησαν το 1999 και τέθηκαν σε ισχύ από το 2002, διευκρίνισε ο γάλλος υπουργός Ευρωπαϊκών Θεμάτων Τιερί Τεπεντάν.

Οι συμφωνίες αυτές αφορούν σημαντικούς οικονομικούς τομείς, όπως οι μεταφορές, το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων ή ακόμη η έρευνα, διευκρίνισε.

Πολλοί ευρωπαίοι υπουργοί αντέδρασαν συγκρατημένα, λέγοντας ότι αναμένουν να δουν τη στάση των ελβετικών αρχών. «Υπάρχει χρόνος», διότι οι διαπραγματεύσεις προβλέπεται να διαρκέσουν τρία χρόνια, υπογράμμισε ο Ουίλιαμ Χέιγκ, ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών.

«Η ελβετική κυβέρνηση πρέπει να εξετάσει ποια συμπεράσματα μπορεί να εξαγάγει από το δημοψήφισμα και να δει αν είναι δυνατό να συμμορφώσει το αποτέλεσμά του με τις διεθνείς της δεσμεύσεις, κυρίως με τις συμφωνίες της με την ΕΕ», σχολίασε ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς. Το δημοψήφισμα απαιτεί «μια ικανοποιητική ανάλυση και ήρεμες και λογικές αντιδράσεις», σύμφωνα με τον ίδιο.

Όμως, όπως προειδοποίησε ο Ζοζέφ Ντολ, ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, «δεν υπάρχει χώρος για διαπραγμάτευση» μεταξύ της ΕΕ και της Ελβετίας, διότι «οι κανόνες δεν μπορούν να αλλάξουν μονομερώς».

«Η Ελβετία συνδέεται με μια διμερή συμφωνία με την Ένωση. Βάσει αυτής πρέπει να δεχθεί και να διασφαλίσει την ελεύθερη μετακίνηση όλων των πολιτών της ΕΕ», εξήγησε ο Ντολ.

Ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ επεσήμανε από την πλευρά του ότι η Ελβετία είναι αυτή «που θα τιμωρηθεί αρχικά» από μια αναθεώρηση των συμφωνιών. «Διότι η Ελβετία επωφελείται οικονομικά από την εικόνα μιας χώρας στην καρδιά της Ευρώπης και ανοικτή στον κόσμο», πρόσθεσε ο ίδιος.

Με μικρή πλειοψηφία 50,3%, οι Ελβετοί ψηφοφόροι είπαν χθες Κυριακή «ναι» στον περιορισμό της μετανάστευσης, σ’ ένα δημοψήφισμα με τίτλο «εναντίον της μαζικής μετανάστευσης», το οποίο οργανώθηκε με πρωτοβουλία του ακροδεξιού λαϊκιστικού κόμματος UDC του Κρίστοφ Μπλόχερ, που καταφέρεται εναντίον της μεγάλης αύξησης του αριθμού των μεταναστών μετά την ένταξη της Ελβετίας στο καθεστώς ελεύθερης μετακίνησης των προσώπων στην Ευρώπη.

Στο μεταξύ οικονομολόγοι της Credit Suisse ανακοίνωσαν σήμερα ότι είναι ακόμη δύσκολο να εκτιμηθούν οι οικονομικές επιπτώσεις του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, όμως επεσήμαναν ότι δημιουργεί ένα κλίμα αβεβαιότητας στις επιχειρήσεις και ότι ενδέχεται να χαθούν 80.000 θέσεις εργασίας.

Προς το παρόν είναι ακόμη δύσκολο να γίνουν ακριβείς εκτιμήσεις καθώς οι επιπτώσεις θα εξαρτηθούν και από την αντίδραση της ΕΕ, τις διαπραγματεύσεις που θα διεξάγουν οι ελβετικές αρχές για τον επανακαθορισμό των διμερών τους σχέσεων και του ποσοστού εισδοχής μεταναστών που θα οριστεί, εκτίμησαν οι οικονομολόγοι.

«Αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι το άμεσο αποτέλεσμα της αποδοχής της πρωτοβουλίας αυτής είναι η αύξηση της οικονομικής αβεβαιότητας στην Ελβετία», πρόσθεσαν.

«Κατά τη γνώμη μας, δεν υπάρχει σχεδόν καμία αμφιβολία για το γεγονός ότι ελβετικές και ξένες εταιρείες που εξέταζαν το ενδεχόμενο να κάνουν νέες επενδύσεις στην Ελβετία θα τείνουν το λιγότερο να καθυστερήσουν την απόφασή τους», επεσήμαναν.

Αν και δεν αναμένουν μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, οι οικονομολόγοι της Credit Suisse εκτίμησαν ότι η μείωση του ρυθμού των επενδύσεων ενδέχεται να μειώσει την οικονομική παραγωγή της χώρας κατά 1,2 δισεκατομμύριο φράγκα, δηλαδή 0,3% του ΑΕΠ, τα τρία χρόνια πριν την επιβολή ποσοστώσεων στην είσοδο μεταναστών στην Ελβετία.

Σύμφωνα με τους ίδιους, οι επιπτώσεις ενδέχεται να είναι ακόμη πιο καθοριστικές στην εργασία, καθώς η αβεβαιότητα θα ωθήσει τις επιχειρήσεις να αποφύγουν τις προσλήψεις.

«Προβλέπουμε ότι θα δημιουργηθούν έως και 80.000 λιγότερες θέσεις εργασίας σε αυτή την περίοδο των τριών ετών», αναφέρουν.