Μετά από μία δεκαετία συνεχών εχθροπραξιών και φρίκης στη Λιβύη οι ελπίδες για ειρήνη φαίνεται να διαψεύδονται καθώς 100 μέρες από τη διάσκεψη του Βερολίνου τα μεγαλεπήβολα σχέδια οδεύουν προς ναυάγιο

Ήταν μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της γερμανικής διπλωματίας τα τελευταία χρόνια, όπως ανέφερε η Deutsche Welle. Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας κατάφεραν στις 19 Ιανουαρίου να συγκεντρώσουν στο ίδιο τραπέζι σχεδόν όλα τα κράτη, τα οποία συντηρούν τον πόλεμο στη Λιβύη με όπλα και στρατιώτες. Κατάφεραν να τους πείσουν να υποσχεθούν σε μια γραπτή συμφωνία ότι Ρωσία, Τουρκία, Αίγυπτος, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και άλλες χώρες θα τηρήσουν το εμπάργκο όπλων που ισχύει εδώ και εννέα χρόνια για τη Λιβύη. Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ προσπαθούσε πάντως από τότε να μετριάσει τους τόνους ευφορίας που επικρατούσαν.

Σήμερα συμπληρώνονται 100 ημέρες από εκείνη τη σύνοδο και ο απολογισμός είναι απογοητευτικός. Η ελπίδα της συνόδου του Βερολίνου μετατράπηκε σε πικρία και απογοήτευση. Ούτε οι προμήθειες όπλων σταμάτησαν ούτε και οι μάχες στη βορειοαφρικανική χώρα. Ακόμα και η πανδημία του κορονοϊού δεν κατάφερε να σταματήσει τον πόλεμο, όπως τουλάχιστον ήλπιζε ο ΓΓ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες.

Πώς έφτασαν όμως τα πράγματα σε αυτή την απογοητευτική κατάληξη; Σύμφωνα με ρεπορτάζ του BBC πέντε μόνο ημέρες μετά τη σύνοδο στο Βερολίνο ένα φορτηγό πλοίο με όπλα από την Τουρκία συνοδευόμενο από δυο τουρκικές φρεγάτες κατευθυνόταν προς την Τρίπολη. Τρεις εβδομάδες αργότερα ο ΓΓ των ΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες ήταν οργισμένος και σε ομιλία του στη Νέα Υόρκη δήλωσε: «Είμαι απογοητευμένος για αυτά που συνέβησαν στη Λιβύη και νομίζω ότι πρόκειται για σκάνδαλο». Παρόμοια οργισμένη ήταν και η αντίδραση του Γκασάν Σαλαμέ, ειδικού επιτετραμμένου των ΗΕ για τη Λιβύη.

Τι πήγε στραβά;

Εδώ και καιρό δεν μπορεί κανείς πια να μιλήσει για εμφύλιο στη Λιβύη. Ο πόλεμος έχει μετατραπεί σε πόλεμο δια αντιπροσώπων, όπως συμβαίνει στη Συρία ή την Υεμένη. Γνωρίζουμε αυτούς πους βάζουν φωτιά, δηλώνει ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΕ Γουίλιαμς. Πρόκειται για την Τουρκία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Εκτός αυτού όμως υπάρχουν και πάρα πολλοί στρατιώτες από τη Ρωσία, τη Συρία, το Σουδάν, το Τσαντ που παίζουν ρόλο στη Λιβύη. Ακόμη καταφθάνουν εκατοντάδες εμπορικές πτήσεις από την Τουρκία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η Τουρκία υποστηρίζει την αναγνωρισμένη κυβέρνηση του Σάρατζ ενώ η Ρωσία, η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα τον ισχυρό στρατηγό Χαφτάρ.

Γιατί όμως δεν εφαρμόστηκαν οι αποφάσεις της συνόδου του Βερολίνου. Πολιτικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι λείπει κυρίως η πολιτική βούληση από πολλά ευρωπαϊκά κράτη αλλά και τις ΗΠΑ. ΕΕ και ΗΠΑ δεν είναι πρόθυμες να διαταράξουν τις σχέσεις τους με την Αίγυπτο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Πώς μπορεί η ΕΕ να ελέγξει την κατάσταση

Δεν ισχύει όμως ότι η ΕΕ δεν έχει κάνει τίποτα μιας και έχει κάθε συμφέρον για τη σταθερότητα στη Λιβύη, αφού θέλει να αποτρέψει τις προσφυγικές ροές με κατεύθυνση τη γηραιά ήπειρο. Την 1η Απριλίου ξεκίνησε η νέα αποστολή της ΕΕ για τη Λιβύη με την ονομασία «Ειρήνη». Με πλοία, αεροπλάνα και δορυφόρους θα πρέπει να ελέγχεται το εμπάργκο όπλων. Ο γερμανικός στρατός συμμετέχει με 300 στρατιώτες. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι στη θάλασσα η ΕΕ μπορεί να κάνει ελέγχους, όχι όμως στην ξηρά, όπου εκεί ακολουθούνται άλλοι δρόμοι για το λαθρεμπόριο όπλων.

Ένας άλλος τρόπος να ελέγξει την κατάσταση η ΕΕ είναι να αναφέρει σαφώς ονόματα, ωστόσο τόσο η Γερμανία όσο και άλλες χώρες διστάζουν να ασκήσουν δημόσια κριτική. Μια δυνατότητα ακόμα θα ήταν η επιβολή κυρώσεων.

Τα λόγια θα πρέπει να ακολουθηθούν από πράξεις δήλωσε πρόσφατα στη γερμανική Βουλή ο υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας μάλλον εκνευρισμένος, λέγοντας πως κάποια στιγμή ξεχειλίζει το ποτήρι, όταν ξέρεις ότι αυτοί που καταπατούν τη συμφωνία είναι οι ίδιοι που πριν από λίγο έλεγαν ότι θα την τηρήσουν. Το Βερολίνο δεν θέλει να παραδεχθεί πως η σύνοδος για τη Λιβύη απέτυχε. Ειδικοί πάντως, όπως ο Βόλφραμ Λάχερ, την θεωρούσαν από την αρχή αποτυχημένη και εκτιμά ότι η Γερμανία θα πρέπει να κινήσει και πάλι τα νήματα και να ασκήσει πιέσεις.