Ξεκίνησε σήμερα στην πόλη Όλντενμπουργκ της βόρειας Γερμανίας η δίκη ενός πρώην νοσηλευτή με στόχο να «διαλευκανθούν» οι φόνοι τουλάχιστον εκατό ασθενών, για τους οποίους κατηγορείται, μια άνευ προηγουμένου υπόθεση στη χώρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για πρώτη φορά ο κατηγορούμενος Νιλς Χέγκελ παραδέχθηκε ότι διέπραξε τους 100 φόνους για τους οποίους κατηγορείται. Όταν το δικαστήριο τον ρώτησε αν οι κατηγορίες εναντίον του είναι δίκαιες, ο πρώην νοσηλευτής απάντησε «ναι». Λίγο νωρίτερα, κατά την είσοδό του στη δικαστική αίθουσα προσπάθησε να κρύψει το πρόσωπό του από τους δημοσιογράφους πίσω από ένα μπλε φάκελο, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Στη συνέχεια, και αφού τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη των θυμάτων, άκουσε με το κεφάλι σκυμμένο και ανέκφραστος το κατηγορητήριο καθώς και τα ονόματα των 100 ασθενών που φέρεται να δολοφόνησε από την εισαγγελέα Ντανιέλ Σίρεκ-Μπόλμαν. Ο 41 ετών άνδρας, που εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης για έξι παρόμοιες υποθέσεις, ήρθε αντιμέτωπος στη δικαστική αίθουσα με τους συγγενείς πολλών από τους ασθενείς τους οποίους κατηγορείται ότι σκότωσε σε δύο νοσοκομεία. Όλοι επιθυμούν να αποδοθεί δικαιοσύνη, αλλά και να κατανοήσουν πώς ο νοσηλευτής κατάφερε να σκοτώσει τόσους ασθενείς από το 2000 ως το 2005 στα νοσοκομεία που εργαζόταν χωρίς να γίνει αντιληπτός από τους εργοδότες του και χωρίς να αντιδράσει η αστυνομία ή η δικαιοσύνη. «Όλα τα στοιχεία ήταν εκεί, όλα ήταν γνωστά. Δεν ήταν ανάγκη να είναι κανείς ο Σέρλοκ Χολμς» για να κατανοήσει ότι γίνονταν δολοφονίες, κατήγγειλε ο Κρίστιαν Μάρμπαχ, ο εγγονός ενός από τους δολοφονημένους ασθενείς.

200 θύματα;

Επί πέντε χρόνια, πρώτα στο νοσοκομείο της Όλντενμπουργκ και στη συνέχεια σε αυτό της γειτονικής πόλης Ντέλμενχορστ, ο Χέγκελ έδινε σκόπιμα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, θανατηφόρες δόσεις φαρμάκων στους ασθενείς που φρόντιζε προκειμένου να τους προκαλέσει ανακοπή προτού προσπαθήσει να τους επαναφέρει στη ζωή, τις περισσότερες φορές μάταια. Κίνητρά του: η επιθυμία του να κάνει επίδειξη στους συναδέλφους του δείχνοντας τις ικανότητές του στην ανάνηψη ασθενών και «η βαρεμάρα», όπως ανέφερε η εισαγγελία. Επέλεξε τυχαία τα θύματά του, τα οποία ήταν 34 με 96 ετών. Ο Χέγκελ δεν έχει εκφράσει πραγματική μεταμέλεια. Και σύμφωνα με τους συγκρατούμενούς του, δηλώνει με ικανοποίηση ότι είναι ο μεγαλύτερος εγκληματίας της Γερμανίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο δικαστής Σεμπάστιαν Μπούρμαν έχει υποσχεθεί ότι στη διάρκεια της δίκης, η οποία ενδέχεται να διαρκέσει τουλάχιστον ως τον Μάιο, θα πέσει άπλετο φως στην υπόθεση. «Είναι σαν ένα σπίτι, τα δωμάτια του οποίου είναι βυθισμένα στο σκοτάδι. Θέλουμε να ρίξουμε φως στο σκοτάδι», τόνισε. Αν και η δίκη αφορά 100 φόνους –64 στο Ντέλμενχορστ και 36 στο Όλντενμπουργκ— ο Χέγκελ δεν έχει ομολογήσει τα πάντα και κρατά καλά τα μυστικά του. Για τον λόγο αυτό οι εισαγγελείς εκτιμούν τον πραγματικό αριθμό των θυμάτων του σε περισσότερα από 200, κάτι που όμως είναι αδύνατο να επιβεβαιωθεί διότι πολλοί από τους ασθενείς έχουν αποτεφρωθεί.

Ευθύνη των νοσοκομείων

Ο δρόμος ήταν μακρύς μέχρι αυτή την πρωτόγνωρη δίκη. Το 2005 ο Χέγκελ πιάστηκε να δίνει ενδοφλεβίως ένα μη συνταγογραφημένο φάρμακο σε ασθενή στο Ντέλμενχορστ. Το 2008 καταδικάστηκε σε 7 χρόνια φυλάκιση για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Οδηγήθηκε στη φυλακή το 2009 όπου παραμένει έκτοτε. Από το 2014 ως το 2015 ακολούθησε δεύτερη δίκη, έπειτα από πίεση των συγγενών των θυμάτων. Δήλωσε ένοχος για τον φόνο και την απόπειρα ανθρωποκτονίας εναντίον συνολικά πέντε ανθρώπων και τότε καταδικάστηκε σε ισόβια. Την περίοδο εκείνη παραδέχθηκε σε ψυχολόγο ότι έχει σκοτώσει τουλάχιστον ακόμη 30 ανθρώπους στο Ντέλμενχορστ. Στη συνέχεια οι ερευνητές επέκτειναν την έρευνά τους στο νοσοκομείο του Όλντενμπουργκ και προχώρησαν στην εκταφή περισσότερων από 134 ασθενών. Τότε ήρθε στο φως το εύρος της δράσης του, προκαλώντας σοκ στη Γερμανία. Η υπόθεση έφερε στο φως και τις ευθύνες των νοσοκομείων, τα οποία δεν κατάφεραν να τον σταματήσουν, παρά τη συχνότητα των ανανήψεων και τον μεγάλο αριθμό θανάτων που καταγράφονταν όταν ο Χέγκελ εργαζόταν στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Πρώην συνάδελφοί του, αλλά και ανώτεροί του θα πρέπει να δώσουν εξηγήσεις στη δικαιοσύνη, μόλις ολοκληρωθεί η δίκη του πρώην νοσηλευτή.