Δεκάδες χιλιάδες οι Σύροι πρόσφυγες που ζουν στα παλιά σπίτια του Μπασμανέ και στα παλιά ξενοδοχεία της περιοχής. Πίσω από τον σταθμό του τρένου της Σμύρνης, το κτίριο που χτίσαν οι Γερμανοί Σύμμαχοι της Υψηλής Πύλης στα τελευταία χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, εκεί στα απομεινάρια της μπελ επόκ μεγαλούπολης ζουν οι φυγάδες του μεγάλου πολέμου της Μέσης Ανατολής.

Ο απεσταλμένος του ΑΠΕ-ΜΠΕ, Σ. Μπαλάσκας, στη Σμύρνη, μεταφέρει με το ρεπορτάζ του την κατάσταση εκεί. Γέροι και νέοι, γυναίκες κι άνδρες και προπάντων παιδιά. Πολλά παιδιά που τρέχουν στους δρόμους αναζητώντας μια ψευδαίσθηση παιδικότητας. Γυναίκες που κάθονται στις εξώπορτες κι άνδρες που αναζητούν ένα μεροκάματο. Να ζήσουν και κάποιοι από αυτούς να μαζέψουν τα χρήματα που απαιτούνται για το ταξίδι της ζωής τους. Το πέρασμα στα νησιά…

ΣΜΥΡΝΗ ΤΟΥΡΚΙΑ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Ανάμεσα τους ζουν κι οι δουλέμποροι. Κι οι μεταφορείς. Κι οι οδηγοί των λεμβών. Όλοι όσοι εμπλέκονται στο κύκλωμα της διακίνησης που τον περασμένο χρόνο θεωρείται πως έριξε στην αγορά περί τα οκτώ δισεκατομμύρια ευρώ. Σχεδόν τριπλάσιο ποσό από αυτό που δίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση στην Τουρκία για να συμμαζέψει τη ροή των προσφύγων στην Ευρώπη.

Στο Μπασμανέ μπορείς να μπεις από τα ερείπια της αρχαίας αγοράς πίσω από το κοσμοπολίτικο Κόνακ και το πολύβουο Κεμέρ Αλτί. Ανηφορικά τα δαιδαλώδη σοκκάκια, βρώμικα με σπίτια ετοιμόροπα. Τα περισσότερα παλιά δίπατα σπίτια που ο πάνω όροφος γκρεμίστηκε κι αντικαταστάθηκε η στέγη από δυο ξύλα, τα κεραμίδια όσα σώθηκαν. Κάποια λαμαρίνα. Αυτά είναι τα σπίτια των Σύρων προσφύγων.

ΣΜΥΡΝΗ ΤΟΥΡΚΙΑ

Η γιαγιά Ζεριφέ, η μητέρα Φατμά, η Ρόμπιν, ο Μεχμέτ Αλή κι ο πατέρας ο Μουσταφά. Έφυγαν κυνηγημένοι από το χωριό τους. Δεν ξέρουν γιατί… Μόνο να σωθούν ήθελαν. Και τι να πάρουν μαζί τους; Τι είχαν κιόλας; Απαγκιάσαν στο ερείπιο. Τρεις τέσσερις φορές προσπάθησαν να περάσουν στη Χίο και στη Λέσβο. Δε τα κατάφεραν. Χάσαν και τα λεφτά τους. Ο Μουσταφά μάζευε χαρτί γι ανακύκλωση από τα σκουπίδια για να συγκεντρώσει τα χρήματα. Μια μέρα ένα φορτηγό που έκανε όπισθεν συνέθλιψε τα γόνατα των ποδιών του πάνω στο μεταλλικό κάδο. Στέκει τώρα η φαμίλια στο ερείπιο και περιμένει. Τι; Να περάσει λέει στη Γερμανία. Να σωθούνε όλοι… Η Γερμανία είναι στη σκέψη τους συνώνυμο του παραδείσου.

Κι οι δουλέμποροι; Παντού και πάντα παρόντες. Περνάν από τα σπίτια και μαζεύουν προσφορές. Ο χειμώνας κι η κατάσταση, μα πιο πολύ οι πνιγμοί κι αυτοί όσοι έγιναν γνωστοί έχει ρίξει πολύ τις τιμές. 500 ευρώ το κεφάλι μερικές φορές και 300. Όσα να ‘ναι… Πριν κλείσει το μαγαζί, πριν μαθευτεί ότι το όνειρο προς τη Γερμανία δεν είναι παρά ο εφιάλτης σε κάποιο καταυλισμό στην Ελλάδα ή το χειρότερο ακόμα στο βάλτο της Ειδομένης.

Δείχνεις στο κινητό φωτογραφίες από τα όσα γίνονται στην Ειδομένη. Οι Σύροι σε βλέπουν απορημένοι. Πού είναι όλα αυτά; Οι πλασιέ των ταξιδιών που περνάν κάθε μέρα σχεδόν από τα χαμόσπιτα τούς μιλάνε για ταξίδια στη γη της Επαγγελίας.

Η Νούρ ξεκίνησε από το Χαλέπι. Με την κόρη της. Σε ένα από τα ερείπια του Μπασμανέ στέγασε την προσμονή της για το μεγάλο ταξίδι. Εκεί στα ερείπια έστησε το κομμωτήριο της. Με επιγραφή στα τούρκικα για τις τσιγγάνες που ζουν κι αυτές στο μαχαλά και στα αραβικά για τους πρόσφυγες. Και το όνομα του κομμωτηρίου Νουρ. Άγιο φως πάει να πει το όνομα της. Η μικρή της κόρη απ’ έξω συνεχίζει να παίζει. Η μάνα μέσα κουρεύει για πέντε έξη λίρες, ενάμιση σχεδόν ευρώ, τι άλλο;, πρόσφυγες. Κάπου 700 κουρέματα πρέπει να κάνει για να περάσει από τον Τσεσμέ στη Χίο. Που να βρεθούν τόσα; Αλλά ελπίζει…

ΣΜΥΡΝΗ ΤΟΥΡΚΙΑ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Ο δρόμος σε περνά απ’ έξω από ένα σπίτι βαμμένο γαλάζιο. Φουσκωμένα ντουβάρια, κεραμίδια που κρέμονται… Το σπίτι είναι άδειο, πουλιέται γράφει απ’ έξω. «Έλα να δεις…» σου λέει κάποιος που ξέρει. Τα ντουβάρια του σπιτιού, όσα διακρίνεις απ’ έξω ζωγραφισμένα. Εκκλησιές που συνυπάρχουν με τζαμιά, βάρκες με κόσμο που πηδά και πνίγεται στη θάλασσα, και στην ακτή ο Αϊλάν. Ο πιτσιρικάς που πνίγηκε ανοιχτά στο Κουσάντασι κι έγινε σύντομα σύμβολο για να ξεχαστεί κι αυτός σύντομα. Ο ζωγράφος, ο Μουχαμέτ ήταν δάσκαλος στο Χαλέπι. Σε ένα βομβαρδισμό έχασε δυο από τα τρία του παιδιά. Δυο και τεσσάρων χρονών ήταν. Έθαψε και το ένα πόδι που έχασε η γυναίκα του η Ζεχρά. Με αυτήν και το τρίτο παιδί τους παιδί, τον Ομέρ, στην αγκαλιά φτάσαν στη Σμύρνη. Εφτά φορές προσπάθησαν να περάσουν στην Ελλάδα. Τελικά τα κατάφεραν. Μα πριν φύγουν ο Μουχαμέτ ζωγράφισε στα ντουβάρια του σπιτιού που έμεναν. Τον κόπο και τον πόνο του λαού του. Σε έναν άλλο τόπο, σε μια άλλη εποχή, σε έναν άλλο κόσμο λες ετούτο το χαμόσπιτο θα γινόταν το μουσείο ετούτης της μετακίνησης των πληθυσμών. Του σύγχρονου ξεριζωμού τόσων εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων.

Γιατί για άλλους ξεριζωμούς στο Μπασμανέ έχει μπόλικα μνημεία. Μνημεία μισαλλοδοξίας! Λίγα μέτρα παραπέρα μια μνημειακή πύλη. Η είσοδος στο συγκρότημα του Αγίου Ιωάννη. Άη Γιάννης Σμυρνιός πια δεν υπάρχει. Υπάρχει στη θέση του ένα άθλιο μπετονένιο σχολείο της δεκαετίας του 80. Με παιδιά μαθητές από τη Συρία, τις Κούρδικες περιοχές της Τουρκίας κι έξω από αυτήν, παιδιά τσιγγάνων. Παιδιά πολέμων κάθε λογής οι μαθητές. Μια πάνε, μια δεν πάνε και χάνονται. Στη σκιά του μεγάλου σχολείο εκεί στο συγκρότημα του Αγίου Ιωάννη, δίπλα στο μπετονένιο σχολείο. Ελληνική Σχολή 1817 διαβάζεις. Τα μουσεία των ξεριζωμών που λέγαμε. Τα σύγχρονα μουσεία και τα παλιά…

Ο δρόμος σε φέρνει πια στα πλάγια του λόφου. Κατηφορίζεις σιγά σιγά. Σε μια αλάνα γέροι Σύροι με τις κόκκινες κι άσπρες μαντήλες στα κεφάλια περιμένουν κι αυτοί σιωπηλοί. Ακουμπάνε, στηρίζουν ο ένας τον άλλο. Ετούτοι περιμένουν το τέλος. Και τη φωνή του χότζα στο μιναρέ… Εκεί δίπλα είναι ο χώρος της αλληλεγγύης στους Κούρδους. Με χρώματα καταλαβαίνεις το σε ποιους απευθύνεται. Και παραδίπλα ένα αλλιώτικο Μουσείο. Ραδιοφώνου και δημοκρατίας. Σταυροκοπιέσαι. Όλα μαζί για ετούτα που μπορούσαν μοναχά χώρια να είναι…

Χώνεσαι στο τσαρσί. Στην αγορά τροφίμων. «Τους βλέπεις;» σε ρωτάνε… Οι πλασιέ ελπίδας. Φανερά στις γωνιές με τρία τέσσερα κινητά ο καθένας κανονίζουν το πέρασμα. Δίπλα σε υπαίθριους πωλητές των γνωστών πορτοκαλί σωσιβίων, για τους έχοντες, και σαμπρελών από αυτοκίνητα για τους μη έχοντες. Όλα στο δρόμο εκείνο, στο τσαρσί του Μπασμανέ. Στη μεγαλύτερη Συριακή γειτονιά στον κόσμο. Όλες οι επιγραφές στα Αραβικά. Ακόμα και τυποποιημένα τρόφιμα από τη Συρία πουλιούνται εκεί. Ακούς μοναχά Αραβικά. Βλέπεις μοναχά Σύριους πρόσφυγες. Με απορημένα μάτια να αναζητάν ένας Θεός ξέρει τι…

Κάποιοι, ναι κάποιοι αναζητάν ένα καρβέλι ψωμί. Γιατί αυτό τους λείπει.

Για αυτούς στο Μπασμανέ είναι ο Γιουσούφ. Τους τελευταίους τρεις μήνες μοίρασε 10.000 καρβέλια ψωμί! Οι Τούρκοι πελάτες του υπεραιωνόβιου ετούτου φούρνου μαζί με το ψωμί της μέρας αφήνουν ότι θέλουν και για το ψωμί του πρόσφυγα. Στο τζάμι η μεγάλη επιγραφή γράφει «Βαλε και εσύ ένα ψωμί, για να μην πεινάσει κανείς».

Τέσσερις γενιές φούρναρης ο Γιουσούφ λέει πως το ψωμί σε χορταίνει και σε κρατά στη ζωή. «Κι ετούτους τους ανθρώπους που μας τους έστειλε ο θεός πρέπει να τους δώσουμε ένα κομμάτι ψωμί για να ζήσουν». Η προσέγγιση του στο θέμα πολύ απλή. Οι άνθρωποι πρέπει να ζήσουν. Ο θεός θέλει να ζήσουν. Κι εμείς πρέπει να κάνουμε το θέλημα του θεού.

Κατηφορίζεις. Βγαίνει πια στην νεότερη Σμύρνη. Τα ξενοδοχεία της μπελ επόκ πολυπολιτισμικής πολιτείας βουλιάζουν από πρόσφυγες. Κι από ανθρώπους που αναζητάν την τύχη τους από άλλες χώρες. Σύροι κι Αφγανοί, και πακιστανοί και Αφρικανοί. Όλες οι φυλές του Ισραήλ.

Άρχισε να βρέχει. Κι στη Σμύρνη βρέχει. Στα χαμόσπιτα πίσω σου η βροχή πρέπει να είναι εφιάλτης…

Στέκεις σε ένα κεφαλόσκαλο. Μια βαριά μαντεμένια πόρτα πίσω σου. ΜΧΤ 1900 γράφει. Εκεί, στο Μπασμανέ. Αναζητώντας άκριες στο μπερδεμένο νήμα της σύγχρονης προσφυγιάς…