Αμερικανίδα δικαστής εμπόδισε χθες Παρασκευή την ανάπτυξη της Εθνοφρουράς στο Πόρτλαντ (βορειοδυτικά), εξέλιξη που ερμηνεύεται ως ήττα – τουλάχιστον μέχρι νεοτέρας – για τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος διέταξε να αναλάβει δράση ο στρατός σε διάφορες πόλεις όπου κυβερνούν οι αντιπολιτευόμενοι Δημοκρατικοί, τονίζοντας πως σκοπός του είναι η επιβολή της τάξης.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου, ο Ρεπουμπλικάνος είχε αναγγείλει πως θα «έστελνε όλα τα στρατεύματα που είναι αναγκαία» για την προστασία του Πόρτλαντ, διατεινόμενος ότι στη μεγαλούπολη «μαινόταν πόλεμος».
Η ομοσπονδιακή δικαστής Κάριν Ίμεργκουτ όμως εμπόδισε, τουλάχιστον προσωρινά, την απόφαση αυτή.
Σε απόφασή της, έκτασης 106 σελίδων, που συμβουλεύτηκε το Γαλλικό Πρακτορείο, έκρινε ότι δεν υπάρχει στο Πόρτλαντ καμιά «εξέγερση», ούτε «κίνδυνος εξέγερσης», που θα δικαιολογούσε την ανάπτυξη της Εθνοφρουράς για να υποκαταστήσει ή να υποστηρίξει τις δυνάμεις ασφαλείας.
Στην απόφασή της μπορεί πάντως να ασκηθεί έφεση από την κυβέρνηση Τραμπ.
Από τον Ιούνιο, ο Ντόναλντ Τραμπ έστειλε την Εθνοφρουρά, σώμα εφεδρείας των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, σε πόλεις όπου κυβερνούν Δημοκρατικοί, όπως το Λος Άντζελες και η πρωτεύουσα Ουάσινγκτον, αψηφώντας την αντίθετη άποψη των τοπικών αρχών.
Ο μεγιστάνας δικαιολόγησε τις διαταγές για την ανάπτυξη του στρατού επικαλούμενος την υποτιθέμενη έξαρση της εγκληματικότητας.
Κρίνοντας ότι οι ΗΠΑ υφίστανται «εισβολή» από «εγκληματίες ερχόμενους από το εξωτερικό», ο Αμερικανός πρόεδρος έχει αναγορεύσει την πάταξη της παράτυπης μετανάστευσης σε κορυφαία προτεραιότητα της δεύτερης θητείας του.
Η ανάπτυξη μονάδων της Εθνοφρουράς αμφισβητείται έντονα, πολλές φορές στις δικαστικές αίθουσες.
Η αμερικανική δικαιοσύνη ακύρωσε, σύμφωνα με το ΑΠΕ – ΜΠΕ, την ανάπτυξη εκατοντάδων στρατιωτικών στο Σικάγο, όπως ζήτησαν ο δήμαρχος της τρίτης μεγαλύτερης πόλης της χώρας και ο Δημοκρατικός κυβερνήτης στο Ιλινόι, Τζέι Μπι Πρίτσκερ.
Έπειτα από κατεπείγουσα προσφυγή του προέδρου Τραμπ για να εξασφαλίσει την έγκρισή του και να αναπτύξει την Εθνοφρουρά στη μεγαλούπολη, το Ανώτατο Δικαστήριο, με αποφασιστικά συντηρητική πλειοψηφία, ζήτησε από τα αντίδικα μέρη να του παρουσιάσουν επιπρόσθετα επιχειρήματα τη 17η Νοεμβρίου.