Αντιμέτωπη με κατηγορίες, όπως «χρηματοδότηση της τρομοκρατίας» και «μη συμμόρφωση προς διεθνείς οικονομικές κυρώσεις», βρίσκεται από σήμερα ενώπιον του Ποινικού Δικαστηρίου του Παρισιού η τσιμεντοβιομηχανία Lafarge.
Ειδικότερα, η εταιρεία δικάζεται για τις οικονομικές συμφωνίες που σύναψε, μεταξύ 2012 και 2014, με τζιχαντιστικές ομάδες προκειμένου να διατηρήσει τις δραστηριότητές της στο εργοστάσιό της στη Τζαλαμπίγια, στη βόρεια Συρία. Στο εδώλιο των κατηγορουμένων βρίσκονται, μεταξύ άλλων, ένας πρώην διευθύνων σύμβουλος της Lafarge, ένας αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος – υπεύθυνος για τη Συρία, δύο διευθυντές ασφαλείας του εργοστασίου κ.ά..
Επικαλούμενη το κατηγορητήριο, το οποίο, όπως σημειώνει, έχει «δει», η γαλλική εφημερίδα Le Monde αναφέρει ότι οι κατηγορούμενοι, «σε μια λογική επιδίωξης κέρδους για την οικονομική οντότητα που υπηρετούσαν, ή ακόμη και για άμεσο προσωπικό όφελος, οργάνωσαν, επικύρωσαν, διευκόλυναν ή εφάρμοσαν μια πολιτική παροχής χρηματοδότησης σε τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως το συριακό παρακλάδι της Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος, που εδρεύουν γύρω από το εργοστάσιο τσιμέντου στη Τζαλαμπίγια.
Στο σχετικό δημοσίευμά της, η γαλλική εφημερίδα αναφέρει ότι το εργοστάσιο στη Τζαλαμπίγια μόλις είχε ξεκινήσει την παραγωγή στις αρχές του 2011, όταν ξέσπασαν οι μεγάλες διαδηλώσεις στη νότια Συρία και εξαπλώθηκαν γρήγορα στις κύριες πόλεις. Αναφέρει επίσης ότι τους επόμενους μήνες, όλες οι γαλλικές εταιρείες (Total, Air Liquide και η εταιρεία τυριών Bel) αποσύρθηκαν από την Συρία, εκτός από την Lafarge. Συνεχίζοντας, η εφημερίδα επισημαίνει ότι η κατάσταση επιδεινώθηκε, όταν διάφορες ένοπλες ομάδες που βρίσκονταν στην Τζαλαμπίγια άρχισαν να απειλούν την εταιρεία και ότι για να διατηρήσει τις λειτουργίες στο εργοστάσιό της, η Lafarge συμφώνησε να τις πληρώνει για να επιτρέπουν την κυκλοφορία των εργαζομένων, των πρώτων υλών και των αγαθών της. Η εφημερίδα επισημαίνει ότι οι δικηγόροι υπεράσπισης της Lafarge υποστήριξαν, κατά τη διάρκεια της προδικαστικής έρευνας, ότι αυτό που το γαλλικό δικαστικό σύστημα αποκαλεί «χρηματοδότηση της τρομοκρατίας» ήταν στην πραγματικότητα μια «οικονομία εκβιασμού», και ότι η εταιρεία «αναγκάστηκε» να δωροδοκήσει αυτές τις ένοπλες ομάδες.
Σύμφωνα, ωστόσο, με την Monde, οι ανακριτές δεν πείστηκαν από αυτή την ερμηνεία των γεγονότων, εκτιμώντας ότι η Lafarge «θα μπορούσε να είχε τερματίσει τις δραστηριότητες στο εργοστάσιο ανά πάσα στιγμή» και ότι, συμφωνώντας να πληρώσει αυτές τις ομάδες, η εταιρεία είχε αξιολογήσει «τα οφέλη που θα μπορούσε να αποκομίσει». Με άλλα λόγια, αναφέρει η εφημερίδα, «η εταιρεία δεν ήταν το παθητικό θύμα αυτής της συμφωνίας με τον διάβολο».
Σημειώνεται, τέλος, ότι για το θέμα αυτό η τσιμεντοβιομηχανία ήρθε αντιμέτωπη και με την αμερικανική δικαιοσύνη, αλλά η υπόθεση έκλεισε με συμφωνία και διακανονισμό.
Ειδικότερα, και με βάση τους όρους της συμφωνίας που επιτεύχθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2022 με το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, η Lafarge συμφώνησε να αυτοενοχοποιηθεί και να καταβάλει οικονομικό πρόστιμο 778 εκατομμυρίων δολαρίων για να αποφύγει τη δίκη. Σύμφωνα με το ΑΠΕ από νομική άποψη, σε σχέση με το γαλλικό Δίκαιο, ενδιαφέρον παρουσιάζει μια ρήτρα σε αυτή τη συμφωνία βάσει της οποίας απαγορεύεται στην Lafarge να αντικρούσει τα στοιχεία που έχει παραδεχτεί.