Ολοένα και περισσότεροι Αμερικανοί βλέπουν τις μηνιαίες αποδοχές τους να «εξαφανίζονται» αμέσως αφ΄ ότου εμφανιστούν στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς.

Στεγαστικό δάνειο ή ενοίκιο, τρόφιμα, ρεύμα, καύσιμα, λογαριασμοί κινητής τηλεφωνίας και άλλα βασικά έξοδα, μαζί με περιστασιακές δαπάνες εξανεμίζουν τα μηνιαία έσοδα σύμφωνα με οικονομική έκθεση που αναμένεται να δοθεί τις επόμενες ημέρες στη δημοσιότητα.

Αυτό που εκατομμύρια καταναλωτές δεν γνωρίζουν είναι ότι υπάρχει ένα «παυσίπονο» για αυτήν την κατάσταση: οι εφαρμογές προϋπολογισμού.

Αν χρησιμοποιηθεί σωστά, το συγκεκριμένο «αναλγητικό» μπορεί να βοηθήσει στην άμβλυνση της οικονομικής επισφάλειας και στη μείωση του άγχους γύρω από τα οικονομικά του νοικοκυριού.

Τον Μάιο, 684 στους 1000 Αμερικανούς καταναλωτές, ανέφεραν ότι ζουν «μεροδούλι – μεροφάϊ», αριθμός ελαφρώς αυξημένος από τους 682 του Απριλίου και νέο υψηλό, σύμφωνα με την επικείμενη έκθεση της PYMNTS Intelligence. Πριν από μόλις δύο χρόνια, 570 καταναλωτές βρίσκονταν σε αυτή τη δύσκολη οικονομική κατάσταση.

Για αυτούς τους Αμερικανούς, οι εφαρμογές προϋπολογισμού αποτελούν το αντίστοιχο ενός φαρμάκου που διατίθεται χωρίς ιατρική συνταγή και είναι προσβάσιμο σε όλους με χαμηλό κόστος. Παρόλα αυτά, λιγότεροι από 1 στους 10 χρησιμοποιούν εξειδικευμένα και προηγμένα εργαλεία προϋπολογισμού, όπως το «Credit Karma» της Intuit (που απορρόφησε το «Mint» πέρυσι), το «Expensify», το «SoFi» ή οποιαδήποτε από τις δεκάδες άλλες εφαρμογές που υπάρχουν, παρά το γεγονός ότι έχει αποδειχθεί πως μειώνουν το άγχος και βοηθούν στο να μπει τάξη στα οικονομικά. Αυτές οι εφαρμογές είναι διαθέσιμες στους καταναλωτές, ανεξάρτητα από την τράπεζα στην οποία διατηρούν λογαριασμό.

Γιατί όμως δεν χρησιμοποιούν περισσότεροι άνθρωποι εφαρμογές προϋπολογισμού, παρόλο που έχει αποδειχθεί ότι μειώνουν το οικονομικό άγχος; Αυτή η αναντιστοιχία αποκαλύπτει το χάσμα ανάμεσα στις ανάγκες των καταναλωτών και τη χρήση των λύσεων, υποδεικνύοντας μια ασυμφωνία στον τρόπο με τον οποίο τα οικονομικά εργαλεία σχεδιάζονται, προωθούνται και επικοινωνούνται.

Είτε επειδή οι καταναλωτές είναι τόσο στρεσαρισμένοι οικονομικά ώστε να μην δίνουν σημασία, είτε επειδή οι πάροχοι εφαρμογών δεν αποδεικνύουν αποτελεσματικά την αξία τους – είτε και τα δύο – υπάρχει περιθώριο για βελτίωση και από τις δύο πλευρές.

Διαφορετική η πίεση

Η έκθεση της PYMNTS Intelligence, η οποία βασίζεται σε εκτενή έρευνα με 2.040 πλήρεις απαντήσεις από ενήλικους καταναλωτές στις ΗΠΑ μεταξύ 1ης και 21ης Μαΐου, φωτίζει το βαθύ άγχος που διακατέχει τους Αμερικανούς γύρω από τα οικονομικά τους. Η μελέτη αναδεικνύει ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στις προσωπικές τους ανάγκες και τις διαθέσιμες λύσεις, ειδικά στην ταχέως αναπτυσσόμενη αγορά των εφαρμογών προϋπολογισμού.

Παρά τον επίμονο πληθωρισμό και τον αντίκτυπο των δασμών σε προϊόντα από τα ρούχα μέχρι το γουακαμόλε στα εστιατόρια, δεν βιώνουν όλοι οι πολίτες την ίδια οικονομική πίεση. Το ποσοστό των νοικοκυριών που, αν και πιεσμένα, καταφέρνουν να τα βγάζουν πέρα κάθε μήνα μειώθηκε ελαφρά τον Μάιο στο 44,2% των καταναλωτών, από 44,7% τον Απρίλιο. Ωστόσο, πρόκειται για αύξηση κατά 2,5% σε σχέση με δύο χρόνια πριν.

Αντίθετα, το ποσοστό όσων δυσκολεύονται πραγματικά να πληρώσουν τους μηνιαίους λογαριασμούς τους – συχνά αναγκάζονται να τους καθυστερούν – αυξάνεται. Σχεδόν 1 στους 4 βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση τον Μάιο, από 23,5% τον προηγούμενο μήνα. Πρόκειται για αύξηση σχεδόν 9% συγκριτικά με πριν από δύο χρόνια.

Αγχωμένοι και οι πιο «άνετοι»

Σε όσους ζουν από μισθό σε μισθό, λιγότεροι από 3 στους 10 δηλώνουν ότι αισθάνονται άνετα όταν καταφέρνουν απλώς να πληρώνουν τους λογαριασμούς τους, ενώ μόλις 1 στους 10 δηλώνει οικονομική άνεση όταν δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του.

Παραδόξως, το οικονομικό άγχος πλήττει και υψηλά εισοδήματα: περισσότεροι από 1 στους 2 που κερδίζουν πάνω από 100.000 δολάρια ετησίως δηλώνουν ότι δεν αισθάνονται άνετα οικονομικά.

Με άλλα λόγια, η ανησυχία για τα χρήματα δεν είναι απλώς αίσθηση – είναι πραγματικό και διαδεδομένο άγχος που βιώνουν οι περισσότεροι Αμερικανοί.