Ένα νησί γεμάτο από 4.000 από τα πιο θανατηφόρα φίδια του κόσμου θεωρείται τόσο επικίνδυνο, που η πρόσβαση σε αυτό έχει απαγορευτεί από την κυβέρνηση της Βραζιλίας.
Πρόκειται για την Ilha de Queimada Grande, που βρίσκεται σε απόσταση 32 χιλιομέτρων από τις ακτές του Σάο Πάολο και αποτελεί το μοναδικό γνωστό φυσικό περιβάλλον του δηλητηριώδους φιδιού golden lancehead viper (Bothrops insularis).
Όπως αναφέρει η Daily Mail δικαίως έχει αποκτήσει το προσωνύμιο «Νησί των Φιδιών», αφού η έκτασή του, περίπου 430.000 τετραγωνικά μέτρα, φιλοξενεί έναν τόσο μεγάλο αριθμό φιδιών, που υπολογίζεται πως υπάρχει ένα φίδι ανά τετραγωνικό μέτρο.
Η πρόσβαση στο νησί απαγορεύεται για το κοινό και σχεδόν κανείς άνθρωπος δεν το επισκέπτεται, με εξαίρεση λίγους επιστήμονες που λαμβάνουν ειδική άδεια για να μελετήσουν τα φίδια κάθε χρόνο. Η νήσος δέχεται επίσης σποραδικές επισκέψεις από το βραζιλιάνικο ναυτικό, το οποίο επιθεωρεί τον αυτόματο φάρο που χτίστηκε το 1909 και στη συνέχεια αποχωρεί γρήγορα από το νησί.
Παρά την απαγόρευση, υπάρχουν αναφορές ότι λαθροκυνηγοί καταφέρνουν κατά καιρούς να φτάσουν στη νήσο για να αιχμαλωτίσουν δείγματα του golden lancehead viper, τα οποία φτάνουν να πωλούνται στη μαύρη αγορά έως και 17.500 λίρες (30.000 δολάρια).
Το είδος έχει εξελιχθεί απομονωμένο εδώ και περίπου 11.000 χρόνια, όταν η άνοδος της στάθμης της θάλασσας απομόνωσε το νησί από την ηπειρωτική χώρα, περιορίζοντας σημαντικά τις διαθέσιμες τροφές για τα φίδια.
Κύριο θήραμα των φιδιών αυτών έγιναν τα μεταναστευτικά πτηνά. Το πρόβλημα, ωστόσο, ήταν ότι τα περισσότερα δηλητήρια χρειάζονται αρκετό χρόνο για να επιδράσουν, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και μέρες κάτι που σήμαινε ότι τα πτηνά συχνά έφευγαν προτού πεθάνουν. Ως αποτέλεσμα, το φίδι εξελίχθηκε με ένα ιδιαίτερα ισχυρό δηλητήριο, ικανό να σκοτώνει τα θηράματα σχεδόν ακαριαία.
Το δηλητήριο αυτό είναι πέντε φορές πιο ισχυρό από εκείνο άλλων φιδιών και μπορεί ακόμη και να λιώσει την ανθρώπινη σάρκα. Το δάγκωμα από ένα golden lancehead viper έχει ποσοστό θνησιμότητας 7% στους ανθρώπους.

Πριν η νήσος χαρακτηριστεί απαγορευμένη ζώνη, κυκλοφορούσαν αρκετές ιστορίες ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους από τα δηλητηριώδη φίδια.
Μία από αυτές αναφέρεται σε έναν ψαρά που έχασε τον έλεγχο της μηχανής του σκάφους του και παρασύρθηκε μέχρι το νησί. Αγνοώντας τον κίνδυνο, κατευθύνθηκε προς την ενδοχώρα, όπου και δέχθηκε θανατηφόρες επιθέσεις. Όταν εντοπίστηκε το σκάφος του, βρέθηκε νεκρός μέσα σε μία λίμνη αίματος, καλυμμένος από δαγκώματα φιδιών.
Μια άλλη ιστορία αφορά τον τελευταίο φαροφύλακα που έζησε στο νησί με την οικογένειά του. Σύμφωνα με τον θρύλο, προσπάθησαν να ξεφύγουν πανικόβλητοι όταν φίδια εισέβαλαν στο σπίτι τους μέσα από τα παράθυρα. Τα σώματά τους βρέθηκαν διασκορπισμένα σε διάφορα σημεία του νησιού.
Το ίδιο το όνομα του νησιού αποκαλύπτει την ταραχώδη ιστορία του. Ilha de Queimada Grande σημαίνει «Νησί της φωτιάς slash-and-burn», όνομα που προέκυψε από μια αποτυχημένη απόπειρα δημιουργίας φυτείας μπανάνας στο νησί.
Ωστόσο, τα τελευταία 15 χρόνια, ο πληθυσμός των φιδιών στο νησί έχει μειωθεί κατά περίπου 15%, εξαιτίας της αποψίλωσης της βλάστησης και της εξάπλωσης ασθενειών. Για τον λόγο αυτό, το είδος βρίσκεται πλέον στη λίστα της Διεθνούς Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN) ως «κρισίμως κινδυνεύον».
Παρά τη μείωση του πληθυσμού, με χιλιάδες φίδια να παραμένουν στο νησί, το Ilha de Queimada Grande δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ιδανικός προορισμός διακοπών.