Ο γηραιότερος κρατούμενος στην πτέρυγα της θανατικής ποινής άσκησε έντονη κριτική στον κυβερνήτη του Τενεσί κατά την εκτέλεσή του για τη δολοφονία της συζύγου του και των έφηβων γιων της.

Ο Όσκαρ Φράνκλιν Σμιθ, 75 ετών, εκτελέστηκε με θανατηφόρο ένεση την Πέμπτη το πρωί για τις δολοφονίες της Τζούντιθ Σμιθ και των γιων της, Τζέισον και Τσαντ Μπερνέτ, το 1989.

Σύμφωνα με την Daily Mail, ο Σμιθ υποστήριζε πάντα την αθωότητά του για τις αποτρόπαιες δολοφονίες και, δεμένος σε φορείο στο Riverbend Maximum Security Institution στο Νάσβιλ, είχε καταγγείλει το δικαστικό σύστημα ως διαλυμένο.

Αναφέρθηκε στον κυβερνήτη Μπιλ Λι, ο οποίος πήρε την τελευταία στιγμή την απόφαση να σταματήσει την εκτέλεση του Σμιθ το 2022, λέγοντας ότι «έχει τον τελευταίο λόγο» για τη συνέχιση των εκτελέσεων.

«Είναι ηλίθιος αν δεν καταλαβαίνει ότι έχουμε [αθώους] άνδρες στο Riverbend που περιμένουν να πεθάνουν», είπε ο 75χρονος στην τριών λεπτών αποχαιρετιστήρια δήλωσή του, σύμφωνα με την εφημερίδα Nashville Banner.

«Δεν είμαι ο πρώτος και δεν θα είμαι ο τελευταίος», πρόσθεσε.

Λίγο αργότερα, ακούστηκε να επιμένει λέγοντας «Δεν τη σκότωσα», τη στιγμή που σταμάτησε η αναπνοή του και κηρύχθηκε νεκρός στις 10:47 π.μ.

Μάρτυρες της εκτέλεσης ανέφεραν πως δεν υπήρξαν εμφανή σημάδια ότι ξεκίνησε η ένεση μετά την τελευταία του δήλωση, αλλά παρατήρησαν πως η ομιλία του έγινε δύσκολη όταν μιλούσε με τον πνευματικό του σύμβουλο, ο οποίος είχε επιτραπεί να εισέλθει στην αίθουσα εκτέλεσης κατόπιν συμφωνίας με τις κρατικές αρχές.

Ο πνευματικός του σύμβουλος διάβασε την Αγία Γραφή και τραγούδησε το «I’ll Fly Away».

Η καταδίκη

Ο Σμιθ καταδικάστηκε για τον θανατηφόρο τραυματισμό με μαχαίρι και τον πυροβολισμό της Τζούντιθ Σμιθ και των 13χρονων γιων της, Τζέισον και Τσαντ, στο σπίτι τους στο Νάσβιλ, λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 1ης Οκτωβρίου 1989.

Οι εισαγγελείς υποστήριξαν ότι το ζευγάρι βρισκόταν σε μία έντονη διαμάχη διαζυγίου και διένεξη για την επιμέλεια των τριών ετών διδύμων τους.

Την ημέρα των δολοφονιών, ο Σμιθ αντιμετώπιζε επίσης κατηγορίες για ενδοοικογενειακή βία, καθώς φέρεται να είχε επιτεθεί στη σύζυγό του.

Κατά τη διάρκεια της δίκης, δύο συνάδελφοι του Σμιθ κατέθεσαν ότι τους είχε ζητήσει να σκοτώσουν την Τζούντιθ, υπογραμμίζοντας το ιστορικό απειλών και βίας που είχε κατά της συζύγου και των αγοριών.

Ένας από τους συναδέλφους ανέφερε ότι ο Σμιθ είχε απειλήσει να σκοτώσει τα αγόρια, επειδή ισχυριζόταν ότι η Τζούντιθ τα φρόντιζε καλύτερα από τα δίδυμα που είχαν αποκτήσει μαζί, σύμφωνα με την εφημερίδα Tennessean.

Οι εισαγγελείς σημείωσαν επίσης ότι ο Σμιθ είχε ασφαλίσει τα τρία θύματα.

Παίχτηκε ακόμα η ηχογράφηση της κλήσης στο 911, όπου ακούγεται ο Τσαντ να φωνάζει «Φρανκ, όχι». Φράνκλιν είναι το μεσαίο όνομα του Σμιθ, το οποίο οι εισαγγελείς είπαν ότι χρησιμοποιούσε συχνά.

Ο ίδιος ο Σμιθ αρνούνταν πάντα τις κατηγορίες για ενδοοικογενειακή βία και απειλές θανάτου, υποστηρίζοντας ότι εκείνη την ημέρα ο ίδιος, η σύζυγός του και τα αγόρια πέρασαν τη μέρα μαζί και αργότερα το βράδυ ο ίδιος έφυγε από το σπίτι της Τζούντιθ με τα δίδυμα, τα οποία άφησε στο σπίτι της μητέρας του, πριν φύγει για δουλειά στο Κεντάκι.

Οι ισχυρισμοί του, ωστόσο, καταρρίφθηκαν από το γεγονός ότι το αυτοκίνητό του είχε εντοπιστεί στο σπίτι των θυμάτων τη νύχτα του εγκλήματος.

Ένα αποτύπωμα χεριού που βρέθηκε στο σημείο ταυτοποιήθηκε επίσης ως του Σμιθ.

Τελικά, ο Σμιθ καταδικάστηκε σε θάνατο από δικαστήριο του Davidson County τον Ιούλιο του 1990 και αντιμετώπισε πολλές ημερομηνίες εκτέλεσης που αναβλήθηκαν λόγω της πανδημίας COVID και μορατόριουμ για την επανεξέταση της διαδικασίας θανατικής ένεσης στην πολιτεία, όπως αναφέρει το WPLN.