Οι γυναίκες που κατηγορούνται για ανθρωποκτονία και επικαλούνται αυτοάμυνα έχουν περισσότερες πιθανότητες να θεωρηθούν ένοχες αν έχουν σαρκώδη χείλη και αρμονικά χαρακτηριστικά προσώπου, αναφέρει νέα έρευνα.

Ομάδα επιστημόνων από το πανεπιστήμιο της Γρανάδα στην Ισπανία ισχυρίζεται ότι δεν ισχύει το στερεότυπο ότι η ομορφιά βοηθά στην «αποφυγή» καταδικαστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις.

Οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι στις περιπτώσεις που μια γυναίκα ήταν κατηγορούμενη για ανθρωποκτονία του βίαιου συζύγου της, είχε περισσότερες πιθανότητες να θεωρηθεί «αθώα» από τις αστυνομικές αρχές αν δεν ήταν τόσο όμορφη και ελκυστική.

Σύμφωνα με τα ευρήματά τους, οι γυναίκες που θεωρούνταν περισσότερο ανεξάρτητες και υπεύθυνες, είχαν περισσότερες πιθανότητες να κριθούν «ένοχες».

Φυσικά, στις νομικές διαδικασίες δε «χωρούν» οι προκαταλήψεις, αλλά στην πραγματικότητα –σύμφωνα με τους ερευνητές- η πλειοψηφία των ανθρώπων επηρεάζεται από τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα. Γνωρίζοντας αυτό και το πόσο μπορούν τα στερεότυπα να διαμορφώσουν την άποψη ή τη συμπεριφορά ενός ατόμου, μπορεί να ελαχιστοποιηθεί η επίδρασή τους, προσθέτουν.

Κατά το παρελθόν, στην κοινωνική ψυχολογία ήταν ευρέως αποδεκτός ο ισχυρισμός ότι οι όμορφοι άνθρωποι είχαν λιγότερες πιθανότητες να κριθούν ένοχοι για ποινικές πράξεις.

«Οι ελκυστικοί άνθρωποι θεωρούνται ότι έχουν θετικά χαρακτηριστικά, κρίνονται ως πιο κοινωνικοί, φιλικοί, θερμοί, ικανοί και έξυπνοι συγκριτικά με όσους δεν είναι και τόσο όμορφοι» υποστηρίζουν οι συγγραφείς της μελέτης, αναφερόμενοι σε αυτό ως «φαινόμενο του φωτοστέφανου».

Για να εξετάσουν αν ίσχυε σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας η ομάδα των ερευνητών δημιούργησαν σενάρια στα οποία η γυναίκα κατηγορούνταν ότι σκότωσε το σύζυγό της μαχαιρώνοντάς τον όταν ήταν ξαπλωμένος.
Σε κάθε περίπτωση η γυναίκα ήταν θύμα κακοποίησης επί πολλά χρόνια και έφτασε να σκοτώσει τον άντρα της προσπαθώντας να αμυνθεί. Η μόνη διαφορά σε κάθε φανταστική ιστορία ήταν η περιγραφή των εξωτερικών χαρακτηριστικών της γυναίκας.

Στη μία περίπτωση ήταν «όμορφη, με σαρκώδη χείλη, ωραία χαρακτηριστικά προσώπου, ίσια ξανθά μαλλιά και λεπτή». Στην άλλη δεν ήταν τόσο ελκυστική αλλά μια γυναίκα με «λεπτά χείλη, άσχημα χαρακτηριστικά προσώπου, σκούρα μαλλιά και όχι αδύνατη».

Εκτός από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά οι ερευνητές εστίασαν και σε άλλα στερεότυπα, όπως για παράδειγμα αυτό της «κακοποιημένης γυναίκας».

Σε μια περίπτωση η «“Μαρία” ήταν μια νοικοκυρά 36 ετών με δύο παιδιά ηλικίας έξι και τριών ετών, παντρεμένη τα τελευταία 10 χρόνια. Φορά γυαλιά ηλίου που κρύβουν τα μάτια της, δεν προσέχει πολύ τον εαυτό της και τα ρούχα που φορά και εμφανίζεται δειλή μπροστά στις αρχές και απαντά με διστακτικότητα στις ερωτήσεις των δικηγόρων και δικαστών».

Στην άλλη περίπτωση η «“Μαρία” είναι οικονομική σύμβουλος σε μια εταιρεία, δεν έχει παιδιά και είναι παντρεμένη 10 χρόνια. Ντύνεται με την τελευταία λέξη της μόδας, είναι ήρεμη και αποφασιστική και απαντά ευθέως στους δικαστές και τους δικηγόρους».

Οι ερευνητές έδειξαν στη συνέχεια σε 169 αστυνομικούς τις ιστορίες και ζήτησαν τη γνώμη τους για το αν οι κατηγορούμενες ήταν «ένοχες ή όχι».

Τα αποτελέσματα τους εξέπληξαν.

Αντίθετα με την αρχική υπόθεση τους ότι οι ελκυστικοί άνθρωποι συνήθως κρίνονται πιο επιεικώς, διαπίστωσαν ότι αυτό δεν ίσχυε. Παρατήρησαν ακόμη οι «άσχημες γυναίκες» που ακολουθούσαν το «πρότυπο της κακοποιημένης» θεωρήθηκε ότι έφεραν μικρότερη ευθύνη για την εγκληματική συμπεριφορά.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι η γυναίκα που δεν ήταν το «πρότυπο της κακοποιημένης» είχε περισσότερες πιθανότητες να θεωρηθεί ένοχη.

Οι συγγραφείς της μελέτης υποστηρίζουν ότι τα ευρήματά τους καταδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο οι αρχές εκπαιδεύονται να αντιμετωπίζουν τις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας.

Τα αποτελέσματα της μελέτης τους δημοσιεύτηκαν στην επιθεώρηση European Journal of Psychology.