Ας ξεκινήσουμε με μία παραδοχή. Τα σκυλιά είναι αξιολάτρευτα ζώα. Είναι πιστά, είναι προστατευτικά, είναι καλή παρέα, είναι χαριτωμένα. Εντάξει, είναι και έξυπνα. Όμως δεν είναι γάτες.

Δε λέω, τα αναγνωρίζω όλα αυτά τα καλά στοιχεία των σκυλιών. Αλλά δεν είναι για μένα. Γιατί -πώς να το κάνουμε- περισσότερο σέβεσαι ένα κατοικίδιο που έρχεται στην αγκαλιά σου όποτε του καπνίσει, παρά ένα κατοικίδιο που είναι πάντα εκεί, πάντα διαθέσιμο, πάντα ορεξάτο, πάντα χαρωπό (τι βαρετό). Περισσότερο εκτιμάς ένα ζώο που το κλωτσάς και σου γυρίζει την πλάτη, παρά ένα ζώο που το κλωτσάς και μετά από ένα δευτερόλεπτο είναι και πάλι εκεί, μπροστά σου, κουνώντας την ουρά του σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Περισσότερο απολαμβάνεις τη ζωή με ένα πλάσμα ανεξάρτητο, αυτόφωτο, παρά με ένα πλάσμα που θέλει συνεχώς την προσοχή σου και την παρέα σου. Περισσότερο σου κεντρίζει το ενδιαφέρον η γάτα που δεν παίρνει από εντολές και κάνει του κεφαλιού της, παρά ένας σκύλος άψογα εκπαιδευμένος που σου δίνει το χέρι, σου φέρνει τις παντόφλες, αν χρειαστεί σου βάζει και κανένα πλυντήριο και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο.

Η γάτα είναι ανεξάρτητη. Έχει ισχυρή προσωπικότητα. Θα κάνει το αντίθετο από αυτό που της λες. Θα σε προσκαλέσει να της χαϊδέψεις την κοιλιά και, όταν το κάνεις, θα σε γρατζουνίσει με όλη της τη δύναμη. Θα της πάρεις ένα νυχοδρόμιο για να ακονίζει τα νύχια της, αλλά θα το αγνοήσει επιδεικτικά προτιμώντας αντ’ αυτού να λιανίσει τον καναπέ σου. Θα σου φέρνει δώρο μισοπεθαμένες κατσαρίδες, τζιτζίκια, πεταλούδες και ό,τι άλλο βρει μπροστά της, απλά για να δεις τι γαμάτη που είναι στο κυνήγι. Θα πετάει εύθραυστα πράγματα από το τραπέζι στο πάτωμα απλά για να τα δει να διαλύονται. Και για κάποιο λόγο, εμείς οι γατόφιλοι όλα αυτά τα βρίσκουμε χαριτωμένα και χουχουλιάρικα.

Τώρα, το πώς κατέληξα με τρία σκυλιά στο σπίτι είναι μία άλλη ιστορία.

Εν αρχή ην η Ντιόρ

Ήταν μία δύσκολη περίοδος για την τότε κοπέλα μου, που έβλεπε τον πατέρα της να αργοσβήνει χτυπημένος από τον καρκίνο. Μια και λατρεύει τα σκυλιά, η ιδανική λύση για να της φτιάξει κάπως το κέφι ήταν να αποκτήσει το δικό της – δεν είχε ποτέ. Όμως δεν ήθελε ό,τι κι ό,τι: ήθελε λαμπραντόρ. Και ειλικρινά, την καταλαβαίνω απόλυτα. Τα λαμπραντόρ είναι μια κωμωδία με πόδια. Είναι λαίμαργα. Είναι ατσούμπαλα. Είναι χαριτωμένα. Είναι θεότρελα. Είναι ικανά να κάνουν και τον Γκρινιάρη από τα Στρουμφάκια να σκάσει στα γέλια. Φυσικά, θα προτιμούσα να ήθελε γάτα – αλλά δε με πείραζε, γιατί στο πατρικό μου, όπου έμενα τότε, είχα τη γάτα μου, τη Σίμπα (που για κάποιο λόγο όλοι φωνάζαμε «Γάτα» και ποτέ Σίμπα).

Το να αγοράσεις ένα λαμπραντόρ δεν είναι εύκολη υπόθεση, και κυρίως δεν είναι φτηνή υπόθεση. Όμως σταθήκαμε τυχεροί: σε ένα εκτροφείο βρήκαμε ένα θηλυκό λαμπραντόρ 3 ετών, το οποίο είχε «ξεμείνει», μάλλον επειδή δεν είναι ακριβώς κλασικό λαμπραντόρ. Η μύτη της είναι λίγο ξεθωριασμένη, λες και κάποιος την έσβησε με γόμα, και δεν έχει αυτήν την έμφυτη τρέλα των λαμπραντόρ. Για την ακρίβεια, είναι λες και όταν ήταν κουτάβι έπεσε στη μαρμίτα με τα βαρβιτουρικά, εκτός κι αν εντοπίσει φαγητό σε ακτίνα χιλιομέτρου, οπότε κάνει τα 0-100 πιο γρήγορα από μονοθέσιο της Formula 1. Ο εκτροφέας μας την έδωσε δωρεάν, βλέποντας και πόσο την ήθελε η Δέσποινα.

Η ζωή με την Ντιόρ, όπως είναι το όνομά της, είναι πολύ εύκολη. Μπορείς να την πάρεις παντού μαζί σου: σε καφετέριες, σε εστιατόρια, σε εμπορικά κέντρα, ακόμα και σε θερινό σινεμά την έχουμε πάρει (και γίναμε ρεζίλι γιατί άρχισε να γαυγίζει όταν κάποιος στην ταινία χτύπησε το κουδούνι). Ξέρει πού να κάνει την ανάγκη της και πώς να σου δείξει ότι πρέπει να τη βγάλεις ΤΩΡΑ βόλτα αν θέλεις να αποφύγεις το «ατύχημα». Το μόνο κακό είναι ότι δε χορταίνει ποτέ. Και αν κάνεις το λάθος να σηκωθείς για να πας στην κουζίνα, πριν κάνεις το πρώτο βήμα αυτή θα είναι ήδη εκεί για να σε αναγκάσει με τα κουταβίσια μάτια της να της δώσεις έναν μεζέ από αυτό που θα φας. Το μισώ αυτό, αλήθεια.

Τσάρλι και Μάγια

Είχαν περάσει δύο χρόνια από τότε που είχαμε αποκτήσει την Ντιόρ, και πίστευα πως εντάξει, αυτό ήταν. Ακόμα και ένας γατόφιλος μπορεί να διαχειριστεί ένα τόσο εύκολο σκυλί. Έλα όμως που δεν ήταν γραφτό να μείνουμε στο ένα.

Περνώντας μια μέρα από έναν δρόμο στην Παιανία, παρατήρησα μπροστά από κάτι κάδους σκουπιδιών ένα πορτοκαλί καλάθι από σούπερ μάρκετ. Μέσα στο καλάθι υπήρχαν δύο χνουδωτές μπαλίτσες, μία μαύρη και μία άσπρη. Ήταν περίπου ενός μήνα, και κάποιος τα είχε εγκαταλείψει εκεί, αλλά τουλάχιστον τους έδωσε μία ευκαιρία να ζήσουν, αν βρισκόταν ένα κορόιδ… ένας καλός άνθρωπος να τα πάρει.

Αναγκαστικά, τα υιοθετήσαμε. Αυτή ήταν και η αφορμή για να συζήσουμε, αφού πλέον με τρία σκυλιά, εκ των οποίων τα δύο κουτάβια, χρειαζόταν έξτρα χρόνος και φροντίδα για να τα βγάλουμε πέρα. Κι έτσι μετακομίσαμε με τα σκυλιά μας σε ένα άδειο διαμέρισμα της οικογένειάς της. Ο Τσάρλι και η Μάγια (εγώ επέμενα να τη βγάλουμε Μπιάνκα, αλλά δεν εισακούστηκα) ήταν πλέον μέλη της οικογένειάς μας.

Οι πρώτοι μήνες ήταν ένας εφιάλτης. Τα κουτάβια προφανώς δεν ήξεραν πού να κάνουν την ανάγκη τους, δεν ήξεραν πότε να σταματήσουν να κλαίνε, δεν ήξεραν καν πού στο καλό βρίσκονταν και ποιοι ήμασταν εμείς που τα ταΐζαμε και τι στο καλό κάνουμε με αυτήν τη σύριγγα στο χέρι. Δάγκωναν τα κουφώματα, έσκιζαν έπιπλα, ανέβαιναν σε τραπέζια. Ήταν εντελώς ανεξέλεγκτα. Και εμείς δεν είχαμε ιδέα πώς να τα επαναφέρουμε στην τάξη, γιατί ποτέ δεν είχαμε κουτάβια.

Ευτυχώς, κάπου στους έξι μήνες η κατάσταση έστρωσε. Είχαν πια μάθει τα βασικά και, αν εξαιρέσεις την κακή τους συνήθεια να κυνηγιούνται μέσα στο σπίτι τρέχοντας σαν φορτηγά χωρίς φρένα σε κατηφόρα, δεν προκαλούσαν ιδιαίτερα προβλήματα. Εκεί όμως προέκυψε ένα άλλο πρόβλημα: ο μέχρι τότε αξιολάτρευτος Τσάρλι άρχισε να γίνεται αγρίμι κάθε φορά που έβγαινε έξω. Γάβγιζε σε παιδιά, σε γιαγιάδες, σε ποδήλατα, σε πατίνια, σε σκύλους, σε γάτες, σε περιστέρια – μέχρι και σε χελώνα έχει γαβγίσει.

Σκεφτήκαμε ότι αν τον στειρώναμε θα ηρεμούσε, αλλά όχι, δεν άλλαξε απολύτως τίποτα. Τον πήγαμε σε εκπαιδευτές για να μάθουμε να τον χειριζόμαστε, και μετά από πέντε χρόνια ακόμα αγκομαχάμε για να τον περιορίσουμε. Οι βόλτες μαζί του είναι πάντα μια περιπέτεια: ωπ, άνθρωπος εκεί, κάτσε να αλλάξω πεζοδρόμιο, ωχ σκύλος είναι αυτός; Μεταβολή και πίσω, όχι ρε γαμώτο, έρχεται ποδήλατο, %$$%##@@#!@.

Ο Τσάρλι έμεινε μαζί μας, αλλά η Μάγια όχι. Βρήκαμε μία πολύ καλή οικογένεια για να τη δώσουμε, και περνάει φανταστικά. Κι εμείς περνούσαμε εξίσου φανταστικά με ένα σκυλί λιγότερο. Αλλά σιγά μη μέναμε εκεί.

Πράξη τρίτη

Ήμασταν σχετικά νιόπαντροι όταν η Δέσποινα είδε στο Facebook (αυτόν το διάολο) μία αναγγελία για ένα άγρια κακοποιημένο σκυλάκι στη Χαλκίδα. Η φωτογραφία ήταν τόσο φρικτή, που θα έπρεπε να είναι παράνομη. Δεν πρέπει να υπήρχε αρρώστια που να μην την είχε πάνω της, συν κάτι καψίματα από οξύ και ποιος ξέρει τι άλλο. Ευαισθητοποιήθηκε αμέσως και έστειλε χρήματα για να βοηθήσει στην περίθαλψή του. Δεν είχα πρόβλημα με αυτό, στο κάτω-κάτω είναι μία καλή πράξη να βοηθήσεις ένα κακοποιημένο σκυλάκι μέχρι να βρει σπίτι.

Όμως αυτή του είχε ήδη βρει το σπίτι: το δικό μας. Ε, εκεί πάτησα πόδι. Άντεξα ένα, ΟΚ. Άντεξα δεύτερο, ΟΚ. Αλλά τρίτο σκυλί; Μόνο πάνω από το πτώμα μου.

Ε, για να μην τα πολυλογώ, η διαπραγμάτευση που ακολούθησε ήταν σαν τη 18ωρη διαπραγμάτευση του Τσίπρα μετά το δημοψήφισμα του 2015. Και με το ίδιο αποτέλεσμα. Έτσι, εδώ και ένα χρόνο έχουμε αποκτήσει και αυτό το θεότρελο πλάσμα, τη Νίνα, που αν δεν προσέξεις εκείνο το σημάδι στη ράχη της από το κάψιμο με οξύ, δεν υπάρχει περίπτωση να περάσει από το μυαλό σου ότι αυτό το σκυλί έχει κακοποιηθεί βάναυσα. Και δε θα πω ψέματα, είναι όμορφη η αίσθηση ότι έσωσες μια ζωή, και είναι και ο καλύτερος λόγος να υιοθετήσεις ένα τέτοιο ζώο, αντί να το αγοράσεις από pet shop ή από εκτροφείο.

Η ηλιαχτίδα μου

Πώς αντέχω ανάμεσα σε τρία σκυλιά; Ε, με βοηθάει η Σάνι, το γατί που μαζέψαμε από το δρόμο και είναι πλέον μόνιμος κάτοικος του σπιτικού μας. Τη βγάλαμε έτσι γιατί της αρέσει να κάθεται εκεί που τη χτυπάει ο ήλιος.

Η παρουσία της μέσα στο σπίτι μού θυμίζει όλους τους λόγους για τους οποίους λατρεύω τις γάτες και κάνει πιο ανεκτή τη συμβίωσή μου με τα άλλα τετράποδα. Γιατί είπαμε: Καλά, χρυσά και άγια τα σκυλιά, αλλά γάτες δεν είναι, και ούτε θα γίνουν ποτέ.