Ήταν η ταινία που τάραξε τα νερά όταν και κυκλοφόρησε το μακρινό 1976 και αποτέλεσε σταθμό για την αμερικάνικη κουλτούρα. Μάλιστα, παρόλο που το θέμα της δεν ήταν τόσο πιασάρικο -τουλάχιστον στο μυαλό κάποιων, ο «Ρόκι» έκανε δυναμική έφοδο στα Όσκαρ, όντας υποψήφιο σε εννέα κατηγορίες, με δέκα υποψηφιότητες (δύο ηθοποιοί του διεκδίκησαν το βραβείο Β’ ανδρικού ρόλου), ενώ κέρδισε και τρία από αυτά: καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και μοντάζ. Παράλληλα, έγινε ένα από τα πλέον επιτυχημένα franchise στην ιστορία του κινηματογράφου, ενώ αποτέλεσε το εφαλτήριο για να εκτοξευθεί η καριέρα του εμπνευστή, δημιουργού και πρωταγωνιστή της, του Σιλβέστερ Σταλόνε.

Ο με ιταλικές ρίζες Αμερικανός αστέρας είχε δύο εμπνεύσεις για να ξεκινήσει τη δημιουργία του Ρόκι Μπαλμπόα. Και οι δύο ήταν φυσικά πυγμάχοι. Ο ένας ήταν ο Τσακ Γουέπνερ, ένας σχετικά άσημος αθλητής που αντιμετώπισε στις 24 Μαρτίου 1975 τον «πολύ» Μοχάμεντ Άλι, τον οποίον κατάφερε να ξαπλώσει στο καναβάτσο, παρόλο που στο τέλος ήταν εκείνος που δεν άντεξε στα απανωτά χτυπήματα του μεγάλου του αντιπάλου. Ουσιαστικά, αυτός ήταν το έναυσμα για να πάρει… σάρκα και οστά ο κινηματογραφικός ήρωας. Άλλωστε, στο Νο1 της σειράς χάνει στα σημεία από τον Απόλο Κριντ, όπως συνέβη στην πραγματικότητα.

Όμως, αυτός στον οποίον «έντυσε» τον ρόλο ο Σταλόνε, ήταν ένας άλλος Ιταλοαμερικανός, πολύ πιο λαμπρός και επιτυχημένος μποξέρ σε σχέση με τον Γουέπνερ. Ο λόγος για τον Ρόκι Μαρτσιάνο, που ολοκλήρωσε την καριέρα του αήττητος, κάτι που αποτελεί πραγματικά ένα τεράστιο επίτευγμα. Και μόνο από το όνομα, καταλαβαίνει κανείς εύκολα τις ομοιότητες μεταξύ του φιλμ και της πραγματικής ζωής και πώς προέκυψε ο μυθικός μποξέρ, παρόλο που ο Μπαλμπόα είχε και κάποιες ήττες στη διαδρομή του. Οι μεγάλες ομοιότητες που παρουσιάζει ο κινηματογραφικός ήρωας με τον πραγματικό, εντοπίζονται και στον αγώνα με τον οποίον γίνεται παγκόσμιος πρωταθλητής ο Μαρτσιάνο. Το ημερολόγιο έγραφε 23 Σεπτεμβρίου 1952…

Η αρχή της δημιουργίας μιας μυθικής μορφής

Ο Μαρτσιάνο γεννήθηκε στο Μπρόκτον της Μασαχουσέτης, ως Ρόκο Φράνσις Μαρκετζιάνο, με γονείς δύο Ιταλούς μετανάστες. Δεν ήταν το μοναδικό παιδί της οικογένειας, καθώς είχε ακόμη δύο αδέλφια και τρεις αδελφές. Η ζωή ήταν δύσκολη για τον μικρό Ρόκι, ενώ σε ηλικία μόλις 18 μηνών υπέστη βαριά πνευμονία, που παραλίγο να του κόψει το νήμα της ζωής. Ωστόσο, ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό και από πολύ μικρός κατάλαβε ότι θα γινόταν πολύ σκληρό καρύδι. Ξεκίνησε να παίζει αμερικάνικο φούτμπολ και μπέιζμπολ, ενώ η ενασχόλησή του με το μποξ ξεκίνησε σχεδόν παράλληλα, με τον ίδιο να μετατρέπει σε σάκο εξάσκησης ένα ταχυδρομικό σακίδιο, που είχε γεμίσει με διάφορα υλικά και είχε κρεμάσει σε ένα δένδρο.

Αποβλήθηκε από την ομάδα μπέιζμπολ του σχολείου του, γιατί έπαιζε παράλληλα και στην ομάδα της εκκλησίας στη γειτονιά του, ενώ αργότερα παράτησε και τα διαβάσματα στη μέση. Το 1943 κατατάχθηκε στον Αμερικανικό Στρατό και έκανε μέρος της θητείας του στη Ουαλία. Την περίοδο που υπηρετούσε τη «μαμά πατρίδα», ξεκίνησε και η πιο σοβαρή ενασχόλησή του με την πυγμαχία, έστω και σε ερασιτεχνικό επίπεδο, όταν το 1946 πήρε μέρος σε τουρνουά των Ενόπλων Δυνάμεων. Το ταλέντο του στο άθλημα ήταν ευδιάκριτο και δεν άργησε να γίνει επαγγελματίας, με τον πρώτο του επίσημο αγώνα να καταγράφεται στις 17 Μαρτίου του 1947, στην «Valley Arena Gardens» του Χόλιοουκ, στη Μασαχουσέτη. Εκεί επικράτησε ενός συντοπίτη του μποξέρ, του Λι Έπερσον, για να ξεκινήσει το νικηφόρο σερί του.

Ο Μαρτσιάνο επέστρεψε στο Μπρόκτον για μόνιμη εγκατάσταση και άρχισε να εξασκείται μαζί με τον χρόνια φίλο του, Άλι Κολόμπο. Οι Αλ Γουέιλ και Τσικ Γουέργκελες έγιναν οι μάνατζέρ του, ενώ ο Τσάρλι Γκόλντμαν ανέλαβε χρέη προπονητή και δασκάλου του. Μέχρι τις 24 Μαρτίου του 1950, όταν αντιμετώπισε τον Ρόλαντ λα Στάρτσα, ο μποξέρ από τη Μασαχουσέτη είχε φτάσει το ρεκόρ του στο 26-0. Εκεί φλέρταρε πιο πολύ από ποτέ με την ήττα, αλλά τελικά πήρε τη νίκη με συμπληρωματικό σημείο, καθώς οι τρεις κριτές έδωσαν στα σημεία 5-4, 4-5 και 5-5. Μάλιστα, με αυτόν τον τρόπο έσπασε το αήττητο του αντιπάλου του, ο οποίος μέχρι τότε είχε ρεκόρ 37-0.

Ο αγώνας που έφερε το σερί τίτλων

Ο Μαρτσιάνο πήγαινε… τρένο, αλλά του έλειπε ο τίτλος. Θα τον διεκδικούσε για πρώτη φορά στα 29 του χρόνια, στις 23 Σεπτεμβρίου του 1952. Αντίπαλός του στο «Μουνισπάλ Στάντιουμ» της Φιλαδέλφεια, που αργότερα μετονομάστηκε σε «Τζον Φ. Κένεντι», θα ήταν ο… μπαρουτοκαπνισμένος Τζέρσεϊ Τζο Γουόλκοτ, κατά κόσμον, Άρνολντ Ρέιμοντ Κριμ. Ο 38χρονος μποξέρ κατάφερε να ξαπλώσει στον πρώτο γύρο τον αντίπαλό του, αλλά ο Ρόκι αποδείχθηκε… βράχος και με σταδιακή αντεπίθεση όχι μόνο άρχισε να παίρνει τα πάνω του, αλλά σταδιακά κέρδιζε σημεία.

Το ματς του Μαρτσιάνο με τον Γουόλκοτ

Η μάχη ήταν σκληρή. Τα πρόσωπα των δύο αντιπάλων άρχισαν να παραμορφώνονται από τα απανωτά χτυπήματα του ενός στον άλλον. Η μεταφορά του Σταλόνε στη μεγάλη οθόνη, στο «Ρόκι ΙΙ», δεν ήταν υπερβολική. Αλλά, ο Γουόλκοτ είχε προβάδισμα στα σημεία με 8-4, 7-5 και 7-4, κάτι που σήμαινε ότι έπρεπε να γίνει κάτι δραστικό για να κερδίσει ο Μαρτσιάνο τον αγώνα. Πράγματι, στον 13ο από τους 15 γύρους, με μια κίνηση «Suzie Q», καταφέρνει και ρίχνει τον αντίπαλό του στο καναβάτσο αναίσθητο. Μάλιστα, ο 38χρονος πυγμάχος είχε μείνει ακίνητος στα σχοινιά σε όλη τη διάρκεια της αντίστροφης μέτρησης από τον διαιτητή. Ο πρώτος λευκός πρωταθλητής βαρέων βαρών μετά τον Τζέιμς Τζ. Μπάντοκ, μετά το 1937, ήταν γεγονός…

Το κινηματογραφικό ματς του Μπαλμπόα με τον Κριντ

Έναν χρόνο αργότερα, ο Γουόλκοτ θα ζητούσε εκδίκηση από τον Μαρτσιάνο και τη ζώνη του πίσω, σε ηλικία 39 ετών. Ωστόσο, κάτι τέτοιο αποδείχθηκε αδύνατο, με τον Ρόκι να βγάζει νοκ-άουτ τον αντίπαλό του μόλις από τον πρώτο γύρο. Ακολούθησαν μια μάχη ξανά με τον Λα Στάρζα, δύο με τον Έζαρντ Τσαρλς, μια με τον Βρετανό Ντον Κόκελ και άλλη μια με τον Άρτσι Μουρ, όπου διατήρησε τον τίτλο του και το αήττητο στην καριέρα του. Ήταν ξανά Σεπτέμβρης, 21 του μήνα, το 1955, όταν ανέβηκε για τελευταία φορά στο ρινγκ. Ο πυγμαχικός του κύκλος του είχε κλείσει σε ηλικία 32 ετών, μαζί και η τρίχρονη κυριαρχία του στα ρινγκ. Η απόσυρσή του από την αγωνιστική δράση ανακοινώθηκε στις 27 Απριλίου του 1956.

Τραγικά χτυπήματα της μοίρας στην οικογένεια Μαρτσιάνο

Ο Ρόκι είχε πετύχει όλα όσα ονειρεύονταν στην πυγμαχική του σταδιοδρομία και τα επόμενα χρόνια έβαλε ως στόχο του να γλεντήσει τη ζωή του, κυρίως μαζί με την οικογένειά του. Μια ημέρα πριν τα 46α γενέθλιά του, κατά τη διάρκεια μιας νυχτερινής πτήσης με ένα Τσέσνα 172, θα αποχαιρετούσε αυτόν τον κόσμο. Ο κακές καιρικές συνθήκες μπέρδεψαν τον κατά τα άλλα έμπειρο πιλότο και φίλο του Μαρτσιάνο, Γκλεν Μπελζ, ο οποίος δεν κατάφερε να προσγειώσει το αεροπλάνο σε αεροδιάδρομο του Ντες Μόινς της Αϊόβα, με αποτέλεσμα αυτό να προσκρούσει σε ένα δένδρο. Κανείς από τους τρεις επιβαίνοντες, μαζί με τον Φράνκι Φάρελ, γιο του Λιού Φάρελ (κατά κόσμον Λουίτζι Τομάζο Φράτο, πρώην μποξέρ) δεν βγήκε ζωντανός από τα συντρίμμια.

Το μοιραίο ταξίδι έγινε το βράδυ, γιατί ο Μαρτσιάνο ήθελε να φτάσει στο σπίτι του νωρίς το πρωί, προκειμένου να βρεθεί στη γενέθλια εκδήλωση που είχε ετοιμάσει η σύζυγός του, Μπάρμπαρα, στην οποία ο πρωταθλητής πυγμάχος είχε μεγάλη αδυναμία (άλλη μια ομοιότητα με τον κινηματογραφικό Ρόκι). Αλλά, η γιορτή θα μετατρεπόταν σε θρήνο. Από τις 31 Αυγούστου 1969 ο «Βράχος» δεν ήταν πλέον στη ζωή, μια είδηση που βύθισε στη θλίψη χιλιάδες θαυμαστές του σε όλον τον κόσμο. Κυρίως, όμως, τη σύζυγό του, η οποία πέθανε πέντε χρόνια μετά, σε ηλικία επίσης 46 ετών, νικημένη από τον καρκίνο. Τα μνήματα των δύο βρίσκονται δίπλα-δίπλα στο Φορτ Λότερντεϊλ της Φλόριντα. Μαζί στη ζωή, μαζί και στον θάνατο..

Το ζευγάρι είχε αποκτήσει δύο παιδιά. Την Μέρι Αν που γεννήθηκε το 1952 και επίσης πέθανε σε μικρή ηλικία, στα 59 της από πρόβλημα στο αναπνευστικό σύστημα, καθώς και τον Ρόκο Κέβιν, που ήρθε στον κόσμο το 1968 και είναι το μοναδικό μέλος της οικογένειας που βρίσκεται ακόμη στη ζωή. Μια ζωή γεμάτη μάχες, πολλές γροθιές, κακουχίες, λάμψη, διακρίσεις, υστεροφημία και χτυπήματα της μοίρας για τον πραγματικό «Ρόκι», που μόνο ο θάνατος κατάφερε να τον νικήσει, στο… ρινγκ της ζωής.