Tα κόκκινα φώτα της Τρούμπας έσβησαν τον Σεπτέμβριο του 1967 με τη Χούντα και το Δήμαρχο Αριστείδη Σκυλίτση. Φέτος όμως τα ανάβουμε και πάλι, μέσα από αυτό τη νέα σειρά του Alpha «Porto Leone,» 58 χρόνια από το «σφράγισμα» της περιβόητης και κακόφημης Τρούμπας, της περιοχής του Πειραιά η οποία εκτεινόταν κυρίως ανάμεσα στις οδούς Φίλωνος και Νοταρά, κοντά στο λιμάνι.

Μιλήσαμε με έναν από τους πρωταγωνιστές της σειράς, τον Δημήτρη Σέρφα, ο οποίος υποδύεται το γιο του αρχιμαφιόζου που κάνει κουμάντο στην Τρούμπα και μας μίλησε για το ερυθρόλευκο νήμα που δένει το «Porto Leone» με την ομάδα του Ολυμπιακού, καθώς ο ίδιος φόρεσε τη φανέλα της ομάδας του Πειραιά για τις ανάγκες του σήριαλ.

Βάλε μας στην υπόθεση της σειράς και μίλησε μας για τον ήρωα που υποδύεσαι

Βρισκόμαστε στο Πειραιά του 1964. Και παρακολουθούμε την σχέση – φιλία και διαμάχη ανάμεσα στα μέλη δύο οικογενειών. Την οικογένεια του Ηλία Καπετανάκου και την οικογένεια του Ντινου Βούλγαρη. Δύο από τους πιο ισχυρούς άντρες του Πειραιά, ο κάθε ένας με το τρόπο του. Ο ρόλος που υποδύομαι εγώ ονομάζεται Ανδρέας Καπετανάκος, ( γιος του Ηλία και της Αλεξάνδρας ), Ο Ανδρέας είναι είναι ένας νέος αθλητής με το όνειρο να παίξει μια μέρα ποδόσφαιρο για την αγαπημένη του ομάδα (τον Ολυμπιακό ). Αυτό το όνειρο όμως έρχεται σε κόντρα με τα σχέδια που έχει ο πατέρας του για εκείνον.

Ο Ηλίας Καπετανάκος είναι γνωστός στην Τρούμπα ως ο ιδιοκτήτης του διάσημου καμπαρέ ( Porto leone ). Σύμφωνα με τα λόγια του μια αυτοκρατορία που έχει φτιάξει ο ίδιος. Μετά από ένα μαύρο γεγονός που χτυπάει την οικογένεια του, ο Ηλίας απαιτεί από το γιο του να μάθει την δουλειά της νύχτας στο πλευρό του και να αναλάβει το μαγαζί μετά από αυτόν. Ο Αντρέας όμως δεν θα παρατήσει τόσο εύκολα το όνειρο του.

Πως ηταν η εμπειρία του να μπαίνεις στα παπούτσια ενός ποδοσφαιριστή; Έχεις κάποια ιδιαίτερη στιγμή που δε θα ξεχάσεις ποτέ από αυτό το ρολο;

Δεν είμαι φίλος του ποδοσφαίρου κι αυτό μάλιστα με βοήθησε. Αντί να προσπαθήσω να μιμηθώ κάποιον που λατρεύει το άθλημα, δούλεψα το γιατί ο Ανδρέας το λαχταρά: την ανάγκη του για αναγνώριση, η διαφυγή από το οικογενειακό βάρος, το όνειρο ότι μια φανέλα μπορεί να αλλάξει τη ζωή του. Κάτι που δεν θα ξεχάσω, είναι από τα γυρίσματα του γηπέδου. Ήταν σαν μια εκδρομή στο παρελθόν, θυμήθηκα όταν παίζαμε μαζί με τους φίλους μου μπάλα στις γειτονιές, όταν ήμασταν παιδιά. Λάτρεψα μια σκηνή που ο χαρακτήρας μου σκοράρει για την ομάδα του και αφιερώνει το γκολ στου γονείς του. Ήταν μια πολύ ευχάριστη στιγμή αυτή που δεν την έχω ζήσει εγώ ως Δημήτρης, οπότε είχε πλάκα που το έκανα από τα παπούτσια κάποιου άλλου.

Σε επίπεδο real life βλέπεις ποδόσφαιρο; Υποστηρίζεις κάποια ομάδα ή παίζεις ο ιδιος; Κι αν ναι τι θέση και ποιος είναι ο αγαπημένος παίκτης σου;

Στο παρελθόν ήμουν ιδιαίτερα φανατικός με τον Ολυμπιακό, δεν χάναμε ματς μαζί με την παρέα μου, όμως πλέον δεν παρακολουθώ συστηματικά ποδόσφαιρο. Παρ’ όλα αυτά, το ξαναζώ μέσα από την αγάπη που έχει κολλητός μου για το άθλημα. και έτσι μερικές φορές το ποδόσφαιρο έρχεται ξανά στην καθημερινότητά μου. Σαν παίκτης έπαιζα ερασιτεχνικά, κυρίως σε αμυντικές θέσεις. Αγαπημένος μου ποδοσφαιριστής ήταν ο Carles Puyol, κυρίως λόγω του ήθους και του παραδείγματός του ως επαγγελματίας και άνθρωπος.

Πως είναι μα φοράς έστω και τηλεοπτικά μια βαριά φανέλα; Τι θα κρατήσεις από αυτό το ρόλο και ποιο ήταν το πιο δύσκολο challenge που αντιμετώπισες;

Η φανέλα του Ολυμπιακού έχει πίσω της ιστορίες γενεών. Προσωπικά δεν είμαι φίλος του ποδοσφαίρου, οπότε την προσέγγισα μέσα από τα μάτια του Ανδρέα: ενός παιδιού που βλέπει σ’ αυτή τη φανέλα ελευθερία, αναγνώριση και μια νέα ζωή. Το ένιωσα σαν έναν “ρόλο μέσα στον ρόλο” — να κουβαλάς κάτι μεγαλύτερο από σένα, κάτι που δεν σου ανήκει αλλά σε καθορίζει. Ο Ανδρέας μού έμαθε ότι η αφοσίωση σε ένα όνειρο μπορεί να σε κρατήσει όρθιο ακόμα κι όταν όλα γύρω σου μοιάζουν αντίξοα. Κρατάω από εκείνον το πάθος να κυνηγάς κάτι που σε ξεπερνάει. Αυτό το κουβαλάω μαζί μου και πέρα από τα γυρίσματα. Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να φανώ πειστικός ως ποδοσφαιριστής ενώ εγώ δεν έχω καμία σχέση με το άθλημα. Έπρεπε να καταλάβω τη νοοτροπία ενός παιδιού που παίζει για τη ζωή του. Επίσης, ήταν πρόκληση να ισορροπήσω τον διχασμό του Ανδρέα: από τη μία η αγάπη για το ποδόσφαιρο, από την άλλη η σκιά της οικογένειάς του και του καμπαρέ.