«Σφραγίδα» συνταγματικότητας έβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας στο νέο σύστημα διορισμού και προσλήψεων των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με επιλογή βάσει σειράς προτεραιότητας που καθορίζεται από τη βαθμολόγηση των υποψηφίων με κριτήρια όπως κοινωνικά, ακαδημαϊκά προσόντα αλλά και εκπαιδευτική προϋπηρεσία.

Η αυξημένη σύνθεση του Γ΄ Τμήματος του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, απέρριψε κατά πλειοψηφία 3-2 (1866/2020) προσφυγή εκπαιδευτικών που στρέφονταν κατά της προκήρυξης του ΑΣΕΠ για την πρόσληψη εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας Γενικής Εκπαίδευσης βάσει του ν. 4589/2019.

Οι σύμβουλοι Επικρατείας, σύμφωνα με το ΣτΕ, απέρριψαν τον ισχυρισμό των εκπαιδευτικών περί αντισυνταγματικότητας του συστήματος αυτού, λόγω του ότι ο νομοθέτης δεν θέσπισε ως τρόπο επιλογής των υποψηφίων τον γραπτό διαγωνισμό.

Και αυτό γιατί κρίθηκε ότι το Σύνταγμα στο άρθρο 103 παρ. 7 προβλέπει, εναλλακτικά, τον διαγωνισμό ή την επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια, ως ισοδύναμους τρόπους στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης, αφήνοντας στον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να προκρίνει τον πλέον κατάλληλο για την πρόσληψη του προσωπικού του εκάστοτε φορέα.

Παράλληλα, έκριναν οι σύμβουλοι επικρατείας, ότι ο νομοθέτης δεν δεσμεύεται από προηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις (π.χ. των νόμων 2525/1997 και 3848/2010), με τις οποίες είχε προβλεφθεί ο γραπτός διαγωνισμός ως πάγιος τρόπος διορισμού των μονίμων εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Και αυτό, γιατί κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ, η διατήρηση της ισχύος ενός ευνοϊκού για ορισμένη κατηγορία προσώπων νομοθετικού καθεστώτος δεν αποτελεί, κατά το Σύνταγμα, πρόσκομμα για τη μεταβολή του.

Επιπλέον, κατά πλειοψηφία, απορρίφθηκε το επιχείρημα των εκπαιδευτικών ότι παραβιάζονται οι συνταγματικές αρχές της ισότητας, αξιοκρατίας και αναλογικότητας (άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), καθώς και το άρθρο 103 παρ. 7 του Συντάγματος, με την προβλεπόμενη στον νόμο 4589/2019 (άρθρο 57) προσμέτρηση της εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας με 120 μονάδες κατ’ ανώτατο όριο (1 μονάδα για κάθε μήνα πραγματικής προϋπηρεσίας), καθώς έχει ως τελικό αποτέλεσμα να ανάγεται η προϋπηρεσία αυτή σε κυρίαρχο κριτήριο διορισμού και να ευνοούνται ιδιαιτέρως οι υποψήφιοι που έχουν προσληφθεί, κατά τα τελευταία έτη, ως προσωρινοί αναπληρωτές στην Δημόσια, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια, εκπαίδευση έναντι των υποψηφίων, οι οποίοι, δεν κατείχαν καμία προϋπηρεσία, όπως είναι οι εκείνοι που έχουν προσφύγει στο ΣτΕ.

Ακόμη, κρίθηκε από το ΣτΕ, ότι δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1, 5, 25 και 103 του Συντάγματος, ούτε στην αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης, η μη πρόβλεψη στον ν. 4589/2019 ρύθμισης, περί μοριοδότησης όσων έλαβαν την βαθμολογική βάση σε προηγούμενο διενεργηθέντα γραπτό διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π.

Η μειοψηφία δύο συμβούλων Επικρατείας, εξέφρασε την άποψη, ότι είναι βασίμως ο ισχυρισμός των εκπαιδευτικών ότι η πρόβλεψη του νόμου 4589/2019, περί δυνατότητας προσμέτρησης 120 μονάδων στους κατέχοντες εκπαιδευτική προϋπηρεσία 120 μηνών, ευνοεί αδικαιολόγητα και άνευ αποχρώντος λόγου δημοσίου συμφέροντος, ιδιαίτερα τους υποψηφίους που υπηρέτησαν, ιδίως την τελευταία δεκαετία, ως αναπληρωτές εκπαιδευτικοί σε διάφορους ετερόκλητους φορείς του ευρύτερου χώρου της Δημόσιας εκπαίδευσης και, ως εκ τούτου, δύνανται να λάβουν το σύνολο των 120 μονάδων στο κριτήριο αυτό.

Και προσθέτει η μειοψηφία, ότι με τον τρόπο, αυτό παρέχεται, στην ανωτέρω κατηγορία υποψηφίων αθέμιτο πλεονέκτημα και εξαρχής προβάδισμα στη σειρά κατάταξης έναντι των λοιπών υποψηφίων.

Τέλος, κατά την μειοψηφία, αποφάνθηκαν ότι παραβιάζεται και η αρχή της αξιοκρατίας όπως έχει ήδη κριθεί με την 527/2015 απόφαση της Ολομέλειας  του ΣτΕ.