Ο άρχοντας του μυστηρίου, ο μαέστρος του τρόμου και άλλα πολλά έχουν επιστρατευτεί κατά καιρούς για να περιγράψουν τα κινηματογραφικά έργα και ημέρες του κορυφαίου ίσως κλασικού σκηνοθέτη και χαρακτηριστικότερου εκπροσώπου της έβδομης τέχνης του καιρού του. Ζωντανό σχολείο για όλους τους κατοπινούς δημιουργούς και μεγάλος αγαπημένος των κινηματογραφόφιλων κάθε εποχής, οι ταινίες του Χίτσκοκ αρνούνται να μεγαλώσουν και να ρυτιδώσουν, παραμένοντας φετίχ στον χώρο της κινηματογραφίας. Ο ψυχολογικός φόβος που καραδοκεί στα φιλμ του και το μοναδικό τους σασπένς δημιουργούν μια από τις χαρακτηριστικότερες κινηματογραφικές γραφές όλων των εποχών, καθώς δύσκολα μπερδεύεις ταινία του Χίτσκοκ με οτιδήποτε άλλο: «Είμαι ένας τυποποιημένος σκηνοθέτης», διαμαρτυρόταν πονηρά ο ίδιος, «αν γυρνούσα τη Σταχτοπούτα, το κοινό θα άρχιζε αμέσως να ψάχνει το πτώμα μέσα στην άμαξα-κολοκύθα»! Η πρωτοπορία της οπτικής έκφρασής του δεν είχε όμοιά της, καθώς πάντοτε ανανεωνόταν αν και κατά περίεργο τρόπο παρέμενε συνεχώς αναγνωρίσιμη. Δίνοντας την πρωτοκαθεδρία στην εικόνα παρά στον λόγο, ο Χίτσκοκ έφτιαξε σινεμά με τα πατροπαράδοτα υλικά, ανανεώνοντας ωστόσο την εκφραστικότητα του μέσου και δίνοντας στις κατοπινές γενιές κινηματογραφιστών μπόλικα κλειδιά για να αφηγούνται καλύτερα τις ιστορίες τους. Διαχρονικό σημείο αναφοράς τόσο για την ίδια την ιστορία του σινεμά όσο και για τις κινηματογραφικές ζωές των απανταχού σινεφίλ, ο περιβόητος βρετανός σκηνοθέτης μύησε τον θεατή στο αξεπέραστο κινηματογραφικό σύμπαν του, το γεμάτο ευφυΐα, χιούμορ και αγωνία. Γι’ αυτό και είχε δίκιο ο Φρανσουά Τριφό στο περίφημο βιβλίο του «Χίτσκοκ/Τριφό» ¬όταν προέβλεψε: «Σύμφωνα με την άποψη των κινηματογραφικών ιστορικών, η περίπτωση του Άλφρεντ Χίτσκοκ είναι τόσο πλούσια σε προσφορά ώστε μπορούμε να προβλέψουμε ότι ως το τέλος του αιώνα θα έχουν γραφτεί τόσο πολλά βιβλία για αυτόν τον άνθρωπο που θα πλησιάζουν όσα έχουν γραφτεί για τον Μαρσέλ Προυστ». Αν και δεν υπήρξε ολότελα ακριβής, καθώς πλέον τα βιβλία και οι μελέτες που έχουν γραφτεί για τον Χίτσκοκ όχι απλώς ξεπερνούν όσα έχουν γραφτεί για τον Προυστ, αλλά και για κάθε άλλο δημιουργό, συγγραφέα ή σκηνοθέτη! Ο άνθρωπος που μας χάρισε τα «Δεσμώτης του Ιλίγγου» (Vertigo), «Ψυχώ» (Psycho), «Πουλιά» (Birds), «Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων» (North by Northwest), «Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά» (The Man Who Knew Too Much), «Σιωπηλός μάρτυς» (Rear Window) και τόσες αξεπέραστες ακόμα ταινίες έπαιζε το μυστήριο, την αγωνία και το σασπένς στα δάχτυλα, αλλάζοντας τον τρόπο που φοβόταν και καρδιοχτυπούσε ο θεατής. Είχε αποκαλύψει όλα τα μυστικά του φόβου, σαν άλλος ψυχαναλυτής: «Οι ξανθές αποτελούν τα καλύτερα θύματα. Μοιάζουν με άσπιλο χιόνι που επιτρέπει να φανούν καλύτερα τα αιματοβαμμένα χνάρια του δολοφόνου». Ο Χίτσκοκ δημιούργησε περισσότερα από 50 φιλμ και παραμένει ένας από τους πλέον εγκεφαλικούς και ευφυείς σκηνοθέτες που πέρασαν ποτέ από την έβδομη τέχνη, αν και στην προσωπική του ζωή ήταν ένας αθεράπευτος φαρσέρ! Την ίδια στιγμή δηλαδή που τα αριστουργήματά του τον έστελναν στο πάνθεο των σκηνοθετών, εκείνος περνούσε τον χρόνο του σκαρώνοντας πλάκες, παραδεχόμενος στη σειρά συνεντεύξεών του στον Τριφό το 1966 πως «έχω μια αδυναμία στις φάρσες και έχω σκαρώσει ουκ ολίγες στη ζωή μου». Η φαρέτρα της πλάκας που έσπαγε σε βάρος άλλων περιλάμβανε από αθώα καλαμπούρια μέχρι παιχνίδια μυαλού και σαδιστικές ταπεινώσεις, άλλοτε διασκεδαστικές για όλους και άλλοτε μόνο για κείνον. Στο ανάλαφρο αυτό πλαίσιο ήταν που λάτρευε να κάνει περάσματα από τις ταινίες του, άλλοτε κρατώντας ρόλο κομπάρσου και άλλοτε ως σκιά η αγγελία στην εφημερίδα. Σε μια ζωή που έμοιαζε πολύ με κινηματογραφική ταινία, ο Χίτσκοκ έκανε ακριβώς αυτό, παραδίδοντάς μας μια σειρά από διαμάντια του σινεμά… Πρώτα χρόνια Ο σερ Άλφρεντ Τζόζεφ Χίτσκοκ γεννιέται στις 13 Αυγούστου 1899 στο Λονδίνο ως το νεότερο από τα τρία παιδιά ενός αυστηρού και θεοσεβούμενου μανάβη και της καθολικής συζύγου του. Ο ίδιος περιέγραψε αργότερα τα παιδικά του χρόνια ως μοναχική περίοδο, με τον υπερπροστατευτισμό των γονιών του να επιστρατεύεται ως ανάχωμα στα πειράγματα των συμμαθητών για την παχυσαρκία του νεαρού Άλφρεντ. Την ίδια εποχή θα αναπτύξει τη θρυλική φοβία του με τους αστυνομικούς: έχοντας κάνει την αταξία του, ο αυστηρών αρχών πατέρας του στέλνει τον πεντάχρονο ταραξία στο τοπικό αστυνομικό τμήμα με ένα γράμμα στο χέρι. Ο πιτσιρικάς παρέδωσε το γράμμα σε έναν αστυνομικό και περίμενε να μεταφέρει την απάντησή του, αν και το όργανο τον οδήγησε αμίλητο σε ένα κελί! Τον κλείδωσε μέσα και τον άφησε μόνο του για να βάλει λέει μυαλό, καθώς όταν επέστρεψε να τον αποφυλακίσει, του είπε: «Αυτά παθαίνουν οι άνθρωποι που κάνουν κακά πράγματα». Ο Χίτσκοκ δεν ξεπέρασε ποτέ τον φόβο του για τους αστυνομικούς και αυτός ήταν ακριβώς ο λόγος που δεν έμαθε ποτέ του να οδηγεί. Θυμόταν επίσης τις πολύωρες τιμωρίες που τον έβαζε η μητέρα του να στέκεται στο ένα του πόδι, μια σκηνή που θα υπαινιχθεί αργότερα στο «Ψυχώ». Το μοτίβο των αυστηρών τιμωριών και των εσφαλμένων κατηγοριών που έζησε ως παιδί θα σφραγίσουν αργότερα τις κινηματογραφικές του αναζητήσεις. Αφού ολοκλήρωσε κακήν κακώς τις σχολικές του υποχρεώσεις στο καθολικό Ιησουητικό Κολέγιο του Αγίου Ιγνατίου, ο Χίτσκοκ θα βρεθεί στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου παρακολουθώντας μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών, έχοντας περάσει για λίγο από τα έδρανα μιας τεχνικής σχολής (School of Engineering and Navigation), όπου πρόλαβε να διδαχθεί μηχανική, ηλεκτρολογία, ακουστική και ναυπηγική. Ο νεαρός έβγαζε τα προς το ζην δουλεύοντας σε μια τηλεγραφική εταιρία (Henley’s) ως κειμενογράφος και γραφίστας, στο εσωτερικό περιοδικό της οποίας άρχισε να υποβάλει τα πρώτα του σύντομα διηγήματα. Ήδη από το πρώτο του γραπτό φάνηκε η έφεσή του στο μυστήριο και την περίτεχνη πλοκή, σήματα-κατατεθέν της κατοπινής δουλειάς του. Έχοντας γλιτώσει τη στράτευση στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω της παχυσαρκίας του, ο Χίτσκοκ θα πιάσει το 1920 δουλειά στο περίφημο στούντιο της αμερικανικής Famous Players-Lasky Company (η κατοπινή Paramount Pictures) στο Λονδίνο σχεδιάζοντας τους διάτιτλους για τις βωβές ταινίες που έφτιαχνε η εταιρία παραγωγής. Η αναρρίχησή του στη θέση του βοηθού σκηνοθέτη θα του έπαιρνε πέντε χρόνια… Πρώτες βρετανικές ταινίες Λειτουργώντας ως σχεδιαστής και σεναριογράφος στη Famous Players, ο Χίτσκοκ είδε τη μεγάλη ευκαιρία της ζωής του να παρουσιάζεται αναπάντεχα: ο σκηνοθέτης της ταινίας «Always Tell Your Wife» αρρώστησε και ο Χίτσκοκ επιστρατεύτηκε να ολοκληρώσει την ταινία. Ο παραγωγός εντυπωσιάστηκε από το τελικό αποτέλεσμα και του ανέθεσε αμέσως μετά να γυρίσει την πρώτη του ταινία, τον «Αριθμό 13» (1922), η οποία δεν θα ολοκληρωθεί ωστόσο λόγω μιας μακράς σειράς από ατυχίες που θα κατέληγαν στην ακύρωση της παραγωγής. Η ίδια μοιραία ατυχία χτύπησε και τις επόμενες προσπάθειές του, με κερασάκι στην τούρτα το κλείσιμο του στούντιο λίγο αργότερα! Το 1925 σκηνοθέτησε την πρώτη του ολοκληρωμένη ταινία για λογαριασμό της Gainsborough Pictures (στην οποία απασχολούνταν πάλι ως σεναριογράφος και σχεδιαστής τίτλων), με το παρθενικό και βωβό «Pleasure Garden» να σηματοδοτεί την έναρξη ουσιαστικά της καριέρας του, παρά την παταγώδη εμπορική του αποτυχία.

Μετά ήρθε το «The Mountain Eagle», μια ταινία που έχει χαθεί, και το 1927 ο Χίτσκοκ θα δει την τύχη του να αλλάζει άρδην, καθώς «Ο Ένοικος» αποδείχτηκε τόσο εισπρακτική όσο και καλλιτεχνική επιτυχία στη Βρετανία. Ταυτοχρόνως, ο βρετανός σκηνοθέτης αποκαλύπτει στον «Ένοικο» τις καινοτόμες σκηνοθετικές του οδηγίες αλλά και το σύνολο σχεδόν των τεχνικών που θα ονομάζονταν αργότερα «χιτσκοκικές»… Με τον καλλιτεχνικό θρίαμβο στο τσεπάκι του, ο Χίτσκοκ θα σκηνοθετήσει τη δεκαετία του 1930 μια μακρά σειρά από βρετανικά θρίλερ, τα οποία θα τον κάνουν γνωστό στη Δύση. Προηγήθηκε βέβαια ο «Εκβιασμός» του 1929, η πρώτη βρετανική ομιλούσα ταινία, αν και ήταν στην επόμενη δεκαετία που θα σκάρωνε τα πρώτα διαμαντάκια του, όπως «Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά» (1934), τα «39 Σκαλοπάτια» (1935) και άλλα πολλά. Κινηματογραφικά μιλώντας, η δεκαετία του 1930 του ανήκει («Ο Φόνος», «Ο αριθμός 17», «Μυστικός Πράκτορας», «Η Κυρία Εξαφανίζεται», «Η ταβέρνα της Τζαμάικα» κ.ά.)… Τον Δεκέμβριο του 1926, ο Χίτσκοκ παντρεύτηκε την παλιά του συνάδελφο και βοηθό σκηνοθέτη του πια Alma Reville, με την οποία απέκτησε το 1928 τη μοναχοκόρη του, Patricia. Η σύζυγος ήταν η διαχρονική του συνεργάτιδα, η μούσα του, η γυναίκα που τον στήριξε ακάματα σε όλη του τη ζωή. Αν και η σχέση του Χίτσκοκ με τη σύζυγό του παραμένει ένα από τα διαπρεπέστερα μυστήρια της showbiz, όπως και η σεξουαλική του ζωή. Κι αυτό γιατί, όπως είχε εξομολογηθεί ο ίδιος, συνευρέθηκαν ερωτικά μόλις μία φορά, με την ένωση να αποδίδει την κόρη τους. Γνωστός ηδονοθήρας ο Χίτσκοκ, κανείς δεν ξέρει αν έβλεπε σεξουαλικά άλλες γυναίκες, καθώς διατεινόταν ότι το σεξ τού είχε φανεί μια εξαιρετικά δυσάρεστη εμπειρία… Τα χρόνια του Χόλιγουντ Ήταν το 1939 όταν ο Χίτσκοκ αποφάσισε να αναζητήσει την τύχη του στη Μέκκα της κινηματογραφίας, το Χόλιγουντ, με την πρώτη ταινία που σκάρωσε εκεί, την αριστουργηματική «Ρεβέκκα» (1940), να φεύγει με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας (το οποίο πήγε ωστόσο στον παραγωγό, κατά τη συνήθεια της εποχής)! Είχαν προηγηθεί φυσικά οι κλειστές πόρτες που έβρισκε συνεχώς στο διάβα του ο ανεπανάληπτος δημιουργός, καθώς οι αμερικανοί παραγωγοί θεωρούσαν πως το βρετανικό σινεμά του δεν είχε θέση στον Νέο Κόσμο!

Ακολουθεί το «Πολεμικός Ανταποκριτής» (1940), οι «Υποψίες» και το κομψοτέχνημα «Notorious» (1946), η καλύτερη ασπρόμαυρη ταινία του για πλήθος κριτικών.

Αν και τα πραγματικά αριστουργήματά του θα έρχονταν μετά την «Υπόθεση Παραντάιν» (1947) και τον «Δολοφόνο που έρχεται κάθε βράδυ». Μιλάμε για τον «Άγνωστο του Εξπρές», ταινία-κλειδί για την κατανόηση του χιτσκοκικού έργου, το «Τηλεφωνήσατε Ασφάλεια Αμέσου Δράσεως», και τον «Σιωπηλό Μάρτυρα» (1954), για τον οποίο είπε ο ίδιος ο δημιουργός στον Τριφό: «Το φιλμ αυτό μας έδινε τη δυνατότητα να κάνουμε μια καθαρά κινηματογραφική ταινία. Έχουμε έναν ακινητοποιημένο άνθρωπο που κοιτάει έξω. Αυτό είναι ένα μέρος του φιλμ. Το δεύτερο δείχνει τι κοιτά και το τρίτο τις αντιδράσεις του. Πρόκειται για την πραγμάτωση της πιο καθαρής έκφρασης της κινηματογραφικής ιδέας». Μέσα σε μια διετία, άγγιξε την απόλυτη κορυφή, στην παραγωγικότερη αναμφίβολα στιγμή της μεγαλειώδους καριέρας του: «Vertigo» το 1958, «Στη σκιά των τεσσάρων Γιγάντων» το 1959 και «Ψυχώ» το 1960. Ο τίτλος «μετρ του σασπένς» εγκαινιάστηκε για να περιγράψει τον σκηνοθέτη που άλλαξε τη μοίρα του κινηματογραφικού μυστηρίου!

Τα «Πουλιά» έρχονται το 1963 ως επιστέγασμα της δημιουργικότητας της περιόδου, καθώς είναι μια ταινία με πρωτοποριακά για την εποχή εφέ. Η τελευταία από τις θεωρούμενες ως αριστουργήματα ταινίες του ήρθε το 1964 και δεν ήταν άλλη από τη «Μάρνι».

Οι επόμενες δουλειές του ακολουθούν το γνώριμο χιτσκοκικό σύμπαν και έγιναν επίσης εμπορικές επιτυχίες, αν και σε επίπεδο καινοτομίας δεν είχαν να προσφέρουν τίποτα περισσότερο («Φρενίτις», «Οικογενειακή Συνωμοσία» κ.λπ.). Από το 1955 παρουσίαζε την τηλεοπτική σειρά «Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ Παρουσιάζει», η οποία μέτρησε δέκα χρόνια τηλεοπτικής παρουσίας. Πλέον σκηνοθετούσε όλο και πιο σποραδικά, χαρακτηριστικό της τελειομανίας του, και ενδεικτικό είναι εδώ το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε δουλεύοντας πάνω σε ένα μόνο φιλμ, το «The Short Night», το σενάριο του οποίου δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει… Εκκεντρικός, πλακατζής, τυραννικός Το βαρύ πυροβολικό του Χόλιγουντ ήταν υποψήφιος πέντε φορές για Όσκαρ Σκηνοθεσίας, αλλά δεν το κέρδισε ποτέ! Ούτε για το «Ψυχώ», ούτε για τη «Νύχτα Αγωνίας», ούτε για τη «Ρεβέκκα», ούτε για τους «Ναυαγούς» ούτε και για τον «Σιωπηλό Μάρτυρα»! Η Ακαδημία αναγνώρισε ωστόσο το 1979 την προσφορά του στην έβδομη τέχνη βραβεύοντάς τον με το παρηγορητικό «Lifetime Achievement». Ο Χίτσκοκ παρέλαβε το βραβείο σεμνά και περιορίστηκε να πει μονάχα πέντε λέξεις: «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Πραγματικά».

Έχοντας σκηνοθετήσει 53 ταινίες μεγάλου μήκους(!) σε μια καριέρα που απλώθηκε σε έξι δεκαετίες, ο Χίτσκοκ ήταν υπερβολικά τελειομανής, οδηγώντας πολλές φορές τους ηθοποιούς του στα άκρα. Η εμμονή του δε με την τιμωρία των «κακών» γυναικών οδήγησε πολλούς θεωρητικούς να γράψουν ότι ο Χίτσκοκ ήταν μισογύνης. Μια εντύπωση που ενισχύθηκε με τις δηλώσεις της Τίπι Χέντρεν (της πρωταγωνίστριας των «Πουλιών» και της «Μάρνι») για το πόσο τυραννικά και αυταρχικά της φερόταν, όταν βέβαια δεν τη διεκδικούσε ως γυναίκα και δεν παρακολουθούσε στενά την προσωπική της ζωή! «Όταν ένας ηθοποιός με πλησιάζει για να συζητήσουμε τον χαρακτήρα του, του λέω ότι τα πάντα είναι γραμμένα στο σενάριο. Αν επιμένει και ρωτήσει ‘‘Μα ποιο είναι το κίνητρό μου;’’, του απαντώ: Ο μισθός σου»! Εξωκινηματογραφικά, ήταν μεγάλος πλακατζής και από τις φάρσες του δεν γλίτωνε κανείς. Συνήθιζε, ας πούμε, να διηγείται σε φίλους του σκανδαλιστικές ιστορίες μέσα στο ασανσέρ με στεντόρεια φωνή και έκοβε τη διήγησή του πάντα στο καλύτερο σημείο, αν και όταν έβγαινε από τον ανελκυστήρα γύριζε προς τους «θεατές» του και υποκλινόταν! Κι ενώ οι περισσότερες πλάκες ήταν άκακα καλαμπούρια και αθώα αστεία, υπήρχαν και φορές που έμοιαζε σωστός σαδιστής. Όπως τη νύχτα που αλυσόδεσε μέλος του συνεργείου του στο στούντιο προκαλώντας τον να περάσει εκεί το βράδυ, μόνο που άλλαξε το ουισκάκι που του σέρβιρε για να χαλαρώσει με καθαρτικό: το πρωί τον βρήκαν να κλαίει με λυγμούς κολυμπώντας στις ακαθαρσίες του! Οι καυστικές φάρσες του στρέφονταν πάντα κατά των επηρμένων και των αλαζόνων, τους οποίους αρεσκόταν να ξεφτιλίζει με τον μοναδικό του τρόπο. Έβαζε έτσι μουσικά μαξιλάρια κάτω από τα καθίσματα των πομπωδών καλεσμένων του ώστε να βγάζουν περίεργους ήχους όταν κάθονταν, σέρβιρε τα φαγητά σε λάθος σειρά, ξεκινώντας από το γλυκό, μέχρι μπλε έβαψε όλα τα εδέσματα σε τραπέζι με μεγαλοπαραγωγούς και παρατηρούσε κατόπιν τις αντιδράσεις τους στην μπλε σούπα, την μπλε πέστροφα, τα μπλε ροδάκινα και το μπλε παγωτό! Άλλοτε πάλι είχε στείλει 400 καπνιστές ρέγγες σε έναν ηθοποιό, καθώς οι ερμηνευτές ήταν πάντα ο μεγάλος του στόχος. Εκτός από τους αστυνομικούς, ο Χίτσκοκ φοβόταν και τα αυγά: «Αυτό το στρογγυλό άσπρο πράγμα χωρίς τρύπες! Έχεις δει ποτέ κάτι πιο αηδιαστικό από έναν κρόκο που σπάει και χύνεται; Το αίμα είναι εντυπωσιακό, κόκκινο. Άλλα ο κρόκος του αυγού είναι κίτρινος, αηδιαστικός. Δεν έχω δοκιμάσει ποτέ αυγό». Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ σχεδίαζε όπως είπαμε την καινούργια του ταινία όταν τον πρόλαβε ο θάνατος στις 30 Απριλίου 1980. Ήταν μετά το τιμητικό χρυσό αγαλματίδιο που παρέλαβε το 1979 που αστειευόταν συνεχώς ότι αφού πήρε και το Όσκαρ, πλέον ο θάνατος κοντοζύγωνε: πέθανε λιγότερο από έναν χρόνο αργότερα. Με τον θάνατό του, ο κινηματογράφος έχασε έναν από τους μεγαλύτερους, ευφυέστερους και απολαυστικότερους σκηνοθέτες της ιστορίας του. Ο «μετρ του σασπένς» έκανε μόλις δύο αυθεντικά φιλμ τρόμου («Ψυχώ» και «Φρενίτις») με τη στενή έννοια του όρου, καθώς αυτό που πραγματικά τον ενδιέφερε ήταν το μυστήριο και η αγωνία του θεατή. Ο Χίτσκοκ αρεσκόταν να παίζει με τον θεατή, να τον οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα, να τον θέτει μπροστά σε μυστήρια, να τον κάνει συνένοχο των επιθυμιών και των ηρώων του, να ενεργοποιεί τον πόθο για την περαιτέρω εξέλιξη της ιστορίας και να τον κρατά πάντα στην άκρη της καρέκλας του. Σπάνια έχει βρει αντίστοιχό της η κινηματογραφική αφήγηση… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr