Η εξαιρετική τεχνική, η ασύλληπτη έκταση της φωνής της και η υποδειγματική ερμηνεία των ρόλων της θα ανάγκαζαν τον κόσμο της όπερας να την αποκαλέσει «La Divina» («Η Θεϊκή»). Ο λόγος φυσικά για την κορυφαία σοπράνο και το απόλυτο είδωλο του λυρικού πενταγράμμου Μαρία Κάλλας, τη μεγάλη κυρία που έμελλε να γράψει με χρυσά γράμματα το όνομά της στην ιστορία της όπερας και να μετατραπεί σε μύθο διεθνούς βεληνεκούς. Η κορυφαία ελληνίδα υψίφωνος, ξεκινώντας από τη Νέα Υόρκη, σφράγισε με τη φωνή της μνημειώδεις όπερες των Μπελίνι, Πουτσίνι, Βέρντι, Βάγκνερ κ.ά. γινόμενη μια από τις πρώτες πραγματικές σουπερστάρ του χώρου. Η ζωή της μέτρησε δόξα και φήμη, με τις πολύτιμες φωνητικές της χορδές να την εκτοξεύουν στο πάνθεο των λυρικών ερμηνευτών, θέση από την οποία δεν θα κατέβαινε ποτέ παρά το γεγονός ότι έβγαλαν τους τελευταίους τους ήχους το 1977. Ο μύθος της Κάλλας ζει και βασιλεύει, συνεχίζοντας να αποτελεί ορόσημο τόσο για τον κόσμο της όπερας όσο και για την απόλυτη γυναικεία λάμψη… Πρώτα χρόνια Η Κάλλας γεννιέται στη Νέα Υόρκη στις 2 Δεκεμβρίου 1923 ως Μαρία Άννα Σοφία Καικιλία Καλογεροπούλου από έλληνες μετανάστες που είχαν μόλις αποβιβαστεί στην Αστόρια. Οι γονείς της, Γιώργος και Ευαγγελία, λειτουργούσαν φαρμακείο στην αμερικανική πόλη, με τον πατέρα της να αναγκάζεται να «κοντύνει» το επίθετό του σε «Καλλός» και κατόπιν «Κάλλας» για να μπορούν να το προφέρουν οι πελάτες του. Σε ηλικία 7 ετών, η μικρή Μαρία ξεκινά να μαθαίνει πιάνο, σύντομα ωστόσο ανακαλύπτει ότι προτιμά να τραγουδά τα κομμάτια από το να τα παίζει. Η ξακουστή δραματικότητα του ύφους της κάνει την εμφάνισή της από πολύ νωρίς. Το 1937, με τη Μαρία στην εφηβεία της, οι γονείς της παίρνουν διαζύγιο και η μητέρα της, η αδελφή της και η ίδια επιστρέφουν άρον-άρον στην Ελλάδα. Στην Αθήνα, η έφηβη Κάλλας συνεχίζει τις σπουδές της στο κλασικό τραγούδι, με τις πρώτες εμφανίσεις της σε σχολικές παραστάσεις (όπως στην «Cavalleria Rusticana», για παράδειγμα) να της εξασφαλίζουν βραβεία και επαίνους… Ερμηνεύτρια της όπερας Σε ηλικία 16 ετών, η Κάλλας κάνει το επαγγελματικό της ντεμπούτο στην Αθήνα, μέσα από έναν μικρό οπερετικό ρόλο. Πριν κλείσει τα 20 χρόνια ζωής, θα έρθει ο πρώτος μεγάλος της ρόλος στο λυρικό τραγούδι, ερμηνεύοντας την «Τόσκα». Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ωστόσο η νεαρή Κάλλας δεν μπορεί να βρει ρόλους που της ταιριάζουν. Επιστρέφει λοιπόν στη Νέα Υόρκη για να αναζητήσει το όνειρο, αλλά και να περάσει χρόνο με τον πατέρα της. Η Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης της γυρνά ωστόσο την πλάτη και με τις παροτρύνσεις της δασκάλας της μετακομίζει στην Ιταλία, ένα σαφώς πιο πρόσφορο έδαφος για την όπερα. Εκεί, στα χρόνια μετά τον πόλεμο, γνωρίζει και παντρεύεται τον βιομήχανο Giovanni Meneghini. Το ντεμπούτο της Κάλλας στην Όπερα της Βερόνας, της πόλης που εγκαταστάθηκε δηλαδή, θα λάβει χώρα τον Αύγουστο του 1947 ερμηνεύοντας τη «La Gioconda». Για τα επόμενα χρόνια, κάτω από τις μανατζερίστικες οδηγίες του συζύγου της, η Κάλλας θα συνεχίσει να εμφανίζεται στις λυρικές σκηνές της Βερόνας και της Φλωρεντίας, γνωρίζοντας φήμη και κριτική αναγνώριση. Παρά το γεγονός ότι οι φωνητικές της ικανότητες μάγευαν το κοινό και το όνομά της γινόταν ολοένα και πιο γνωστό, την Κάλλας ακολουθούσε πια η φήμη της απαιτητικής ντίβας. Το 1954, η Κάλλας θα κάνει το αμερικανικό ντεμπούτο της: ερμηνεύει τη «Νόρμα» στη Λυρική Όπερα του Σικάγου, με την ερμηνεία της να λογίζεται θρίαμβος! Το όνομά της κυκλοφορεί ευρύτατα στον οπερετικό κόσμο των ΗΠΑ και η Κάλλας γίνεται διασημότητα. Το 1956 της δίνεται επιτέλους η δυνατότητα να τραγουδήσει στη Μητροπολιτική Όπερα, κλείνοντας έτσι έναν ονειρικό κύκλο που είχε ξεκινήσει στην ιταλική επικράτεια. Μέσα σε τρία χρόνια όμως από τη μνημειώδη εμφάνισή της στη νεοϋρκέζικη ΜΕΤ, και αφού εκτοξεύτηκε στο πάνθεο των σοπράνο, η υγεία της άρχισε να φθίνει δραματικά, όπως και ο γάμος της με τον ιταλό κροίσο. Το 1960 το ζευγάρι θα πάρει διαζύγιο εν μέσω φημών για ειδύλλιο της σοπράνο με τον έλληνα μεγιστάνα Αριστοτέλη Ωνάση, μια θυελλώδη σχέση που έμελλε να απαθανατιστεί σε Τύπο και να χαραχτεί μια για πάντα στις μνήμες του παγκόσμιου κοινού… Κατοπινά χρόνια και θάνατος Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η ασύλληπτη φωνή της Κάλλας άρχισε να παραπαίει. Οι εμφανίσεις της έγιναν ολοένα και πιο αραιές, ενώ η ίδια αναγκαζόταν πλέον συχνά να ακυρώνει παραστάσεις της. Βέβαια, παρά το γεγονός ότι αποσύρθηκε επισήμως από τη σκηνή στις αρχές της δεκαετίας του ’60, έκανε μια σύντομη -και μνημειώδη!- επιστροφή στο οπερετικό σανίδι από τον Ιανουάριο του 1964 ως τον Ιούλιο του 1965, συνεργαζόμενη για άλλη μια φορά με τη λατρεμένη της Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης. Η τελευταία της ερμηνεία στο λυρικό τραγούδι έμελλε να είναι η «Τόσκα» στο Covent Garden στις 5 Ιουλίου 1965. Το 1969 η Κάλλας, έχοντας απολέσει πλέον το σφρίγος της φωνής της που την έκανε διάσημη στα πέρατα της οικουμένης, θα κάνει το πέρασμα στον κινηματογράφο ερμηνεύοντας τη Μήδεια στο ομώνυμο φιλμ του σπουδαίου ιταλού σκηνοθέτη Πιερ Πάολο Παζολίνι. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, η Κάλλας δοκίμασε να διδάξει. Το 1971 και το 1972 έδωσε μια σειρά διαλέξεων και masterclasses στο περίφημο Julliard της Νέας Υόρκης, ενώ το 1973 συνόδευσε έναν καλό της φίλο σε ένα διεθνές ρεσιτάλ με φιλανθρωπικό χαρακτήρα. Μετά την παγκόσμια περιοδεία της και με τον Ωνάση να παντρεύεται την Τζάκι Κένεντι, η Κάλλας αποσύρθηκε στο Παρίσι και ζούσε σε κατάσταση απομόνωσης. Και στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, σε ηλικία 55 ετών, η μεγάλη κυρία πέθανε αιφνιδίως και μυστηριωδώς στο σπίτι της στην Πόλη του Φωτός, με την επίσημη ιατροδικαστική έκθεση να κάνει λόγο για ανακοπή. Η κηδεία της εμβληματικής υψιφώνου έγινε στις 20 Σεπτεμβρίου και το σώμα της αποτεφρώθηκε, κατά τις επιθυμίες της, με την τέφρα της να σκορπίζεται στο Αιγαίο… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr