Ο Βασίλης Ζούλιας άνοιξε την καρδιά του σε μια εκ βαθέων συνέντευξη, μιλώντας για τις δύσκολες εμπειρίες που σημάδεψαν την παιδική του ηλικία, τον εθισμό του στις ουσίες και την απόπειρα να βάλει τέλος στη ζωή του.
Ο γνωστός σχεδιαστής μόδας, καλεσμένος στην εκπομπή «Καλύτερα Αργά», περιέγραψε με ειλικρίνεια την πορεία του μέσα από σκοτεινές και επώδυνες διαδρομές, αλλά και τη βαθιά μεταμόρφωση που έχει πετύχει εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια, ακολουθώντας σταθερά τον δρόμο της ίασης και της προσωπικής λύτρωσης.
Ιδιαίτερα συγκινητική ήταν η αναφορά του και στη δραματική εκείνη ημέρα του Φεβρουαρίου του 1988, όταν συνελήφθη για κατοχή ναρκωτικών και, μη αντέχοντας το βάρος της πραγματικότητας, επιχείρησε να βάλει τέλος στη ζωή του.
«Τότε ο νόμος περί ναρκωτικών ήταν ίδιος για τους χρήστες και τους εμπόρους, δεν υπήρχε διαχωρισμός. Μου έβαλαν τις χειροπέδες για να οδηγηθώ στον Κορυδαλλό και ο αστυνομικός με λυπήθηκε, “άντε να χαιρετήσει τη μαμά του”, και μου έβγαλε τις χειροπέδες για να χαιρετήσω τη μητέρα μου. Και όπως ήταν το αίθριο κι εγώ χωρίς χειροπέδες, επειδή είχα πει μπαίνοντας ότι “θα φύγω από εκεί αν συμβεί κάτι με σκοπό να πεθάνω”, δεν ήθελα ούτε να γυρίσω πίσω σε αυτό που ζούσα, ούτε να μπω στη φυλακή. Η διέξοδος ήταν ο θάνατος. Έφυγα από τα χέρια της μητέρας μου και έπεσα στο κενό. Κατάπια τη γλώσσα μου και έσπασα τη μύτη μου, είχα εσωτερική αιμορραγία. Βρέθηκε ένας γιατρός εκεί, που κατάφερε και έβαλε το χέρι του στο στόμα μου, τράβηξε τη γλώσσα μου και μου έσωσε τη ζωή. Αν περνούσαν 3 λεπτά, θα είχα πεθάνει. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, το πρώτο που αναρωτήθηκα είναι γιατί ζω ακόμη. Είχα κάνει και άλλες απόπειρες», σημείωσε χαρακτηριστικά.
«Πολύ συχνά εύχομαι να συγχωρεθεί η αχαριστία μου προς τη ζωή», σημείωσε σε άλλο σημείο της συνέντευξης.