Η άνοια αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες απειλές για τη δημόσια υγεία του 21ου αιώνα. Το 2020, σύμφωνα με τα στοιχεία του οργανισμού Alzheimer’s Disease International, περισσότερα από 55 εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν με κάποια μορφή άνοιας σε όλο τον κόσμο. Οι ειδικοί προβλέπουν ότι έως το 2030 ο αριθμός αυτός θα φτάσει τα 78 εκατομμύρια, καθώς ο πληθυσμός γηράσκει και οι παράγοντες κινδύνου αυξάνονται.
Παρότι οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμη κατανοήσει πλήρως τα αίτια που οδηγούν στην εμφάνιση της νόσου, γνωρίζουμε ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι παράγοντες που αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο ανάπτυξης άνοιας. Ανάμεσά τους είναι η υψηλή χοληστερόλη, η υπέρταση, το κάπνισμα, ο καθιστικός τρόπος ζωής, η ανθυγιεινή διατροφή και η χρόνια έλλειψη ύπνου. Ορισμένοι από αυτούς είναι μη τροποποιήσιμοι, όπως η ηλικία και η γενετική προδιάθεση, όμως άλλοι μπορούν να αντιμετωπιστούν, προσφέροντας ένα παράθυρο ευκαιρίας για πρόληψη.
Νέα έρευνα: η γενετική «υπογραφή» χαμηλής χοληστερόλης συνδέεται με μικρότερο κίνδυνο άνοιας
Μια νέα μεγάλη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Alzheimer’s & Dementia: The Journal of the Alzheimer’s Association, έρχεται να φωτίσει τη σχέση ανάμεσα στη χοληστερόλη και την υγεία του εγκεφάλου. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι άτομα τα οποία φέρουν γονιδιακές παραλλαγές που τα οδηγούν φυσικά σε χαμηλότερα επίπεδα χοληστερόλης έχουν σημαντικά μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης άνοιας.
Το εντυπωσιακότερο, όμως, είναι πως οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι το ίδιο προστατευτικό αποτέλεσμα ενδέχεται να επιτευχθεί και μέσω φαρμακευτικής μείωσης της χοληστερόλης. Με άλλα λόγια, για όσους δεν διαθέτουν αυτά τα «ευεργετικά» γονίδια, η χρήση στατινών ή άλλων λιπιδαιμικών φαρμάκων, θα μπορούσε να προσφέρει αντίστοιχα οφέλη για τον εγκέφαλο.
Η επικεφαλής της μελέτης, Δρ. Liv Tybjærg Nordestgaard, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, εξηγεί: «Αναλύσαμε έξι διαφορετικές γονιδιακές παραλλαγές που σχετίζονται με χαμηλά επίπεδα χοληστερόλης. Αυτά τα γονίδια βρίσκονται στα ίδια σημεία όπου δρουν και οι πιο συχνά χρησιμοποιούμενες φαρμακευτικές θεραπείες. Για παράδειγμα, το γονίδιο HMGCR κωδικοποιεί την πρωτεΐνη HMG-CoA reductase, τον στόχο των στατινών».
Η ομάδα της Δρ. Nordestgaard αξιοποίησε δεδομένα από πάνω από ένα εκατομμύριο άτομα, προερχόμενα από μελέτες όπως: η UK Biobank, η Copenhagen General Population Study, η Copenhagen City Heart Study, η FinnGen study και η Global Lipids Genetics Consortium. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες συνδυασμένες αναλύσεις που έχουν πραγματοποιηθεί ποτέ γύρω από το ζήτημα.
Η Mendelian randomization αποκαλύπτει: Μείωση χοληστερόλης, μείωση άνοιας
Για να διερευνήσουν αν η μείωση της χοληστερόλης μπορεί πράγματι να προκαλεί χαμηλότερο κίνδυνο άνοιας, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν μια ειδική τεχνική γενετικής ανάλυσης, τη λεγόμενη Mendelian randomization. Η μέθοδος αυτή βασίζεται στην ιδέα ότι οι γενετικές παραλλαγές κληρονομούνται τυχαία κατά τη γέννηση και επομένως μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν «φυσικό πείραμα» για να εξεταστούν αιτιώδεις σχέσεις.
Στο τέλος της μελέτης, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η μείωση των επιπέδων χοληστερόλης στο αίμα μόλις κατά 1 mmol/L μπορεί να περιορίσει τον κίνδυνο άνοιας έως και κατά 80% για ορισμένους από τους βιολογικούς στόχους που εξετάστηκαν. Το ποσοστό αυτό, αν και δεν μπορεί να γενικευθεί σε όλο τον πληθυσμό, είναι ενδεικτικό της ισχυρής συσχέτισης μεταξύ της χοληστερόλης και της γνωστικής υγείας.
Όπως σημειώνει η Δρ. Nordestgaard, «Το πιο σημαντικό μήνυμα αυτής της ανακάλυψης είναι ότι, επειδή τα γονίδιά μας μάς συνοδεύουν από τη γέννηση, η σχέση αυτή δείχνει πως υπάρχει πραγματικό δυναμικό πρόληψης της άνοιας, εφόσον οι παρεμβάσεις ξεκινήσουν νωρίς στη ζωή. Η άνοια είναι μια νόσος με ελάχιστες διαθέσιμες θεραπείες, και όσες έχουμε σήμερα δεν θεραπεύουν αλλά απλώς επιβραδύνουν την εξέλιξή της. Επομένως, η πρόληψη αποτελεί την πιο ελπιδοφόρα στρατηγική για να μειωθεί ο αριθμός των ανθρώπων που νοσούν».
Η διαπίστωση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς τα τελευταία χρόνια η επιστημονική κοινότητα έχει αρχίσει να βλέπει την άνοια όχι μόνο ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα της γήρανσης, αλλά ως νόσο που μπορεί να προληφθεί μέσα από στοχευμένες παρεμβάσεις.
Ειδικοί: Πειστικά στοιχεία ότι η διαχείριση της χοληστερόλης προστατεύει και τον εγκέφαλο
Τα ευρήματα της μελέτης προκάλεσαν ενδιαφέρον στους ειδικούς, ακόμη και σε όσους δεν συμμετείχαν στην έρευνα. Ο Δρ. Peter Gliebus, επικεφαλής νευρολογίας και διευθυντής του Τμήματος Γνωστικής και Συμπεριφορικής Νευρολογίας στο Marcus Neuroscience Institute του Baptist Health South Florida, σχολίασε ότι η μελέτη παρέχει «πειστικές ενδείξεις» πως η μείωση της μη-HDL χοληστερόλης μέσω συγκεκριμένων φαρμακολογικών στόχων μπορεί να περιορίσει τον κίνδυνο κάθε μορφής άνοιας.
Ο Δρ. Gliebus δήλωσε στο Medical News Today: «Αυτό είναι ένα ιδιαίτερα ενθαρρυντικό εύρημα, γιατί δείχνει ότι η διαχείριση των επιπέδων χοληστερόλης από νωρίς στη ζωή μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα οφέλη για την υγεία του εγκεφάλου και να συμβάλει στην πρόληψη της άνοιας. Ενισχύει επίσης τη σημασία του να αντιμετωπίζουμε τους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου όχι μόνο για την καρδιά, αλλά και για τη γνωστική λειτουργία».
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι η άνοια αποτελεί «μια καταστροφική πάθηση που επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, με τεράστιες προσωπικές, κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες». Παρά τα χρόνια ερευνών, όπως είπε, «οι αποτελεσματικές θεραπείες και στρατηγικές πρόληψης παραμένουν περιορισμένες». Για τον λόγο αυτό, η αναγνώριση τροποποιήσιμων παραγόντων, όπως τα επίπεδα χοληστερόλης, προσφέρει ελπίδα για την ανάπτυξη νέων μεθόδων πρόληψης και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Είναι η σχέση άμεση ή έμμεση; Οι πιθανοί μηχανισμοί
Η ερώτηση, ωστόσο, παραμένει: συνδέεται άμεσα η χοληστερόλη με την άνοια ή η σχέση είναι πιο σύνθετη;
Ο Δρ. Yu-Ming Ni, καρδιολόγος και ειδικός στη λιπιδιολογία στο MemorialCare Heart and Vascular Institute στην Καλιφόρνια, εκτιμά ότι η σχέση πιθανότατα είναι πολυπαραγοντική. Όπως εξηγεί, «η χοληστερόλη από μόνη της ίσως να μην προκαλεί άνοια, αλλά λειτουργεί μέσα από ένα δίκτυο σχέσεων και επιδράσεων στον οργανισμό».
«Γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι με υψηλή χοληστερόλη έχουν μεγαλύτερη τάση να αναπτύσσουν αθηρωματικές πλάκες. Αυτές οι πλάκες μπορούν να μειώσουν τη ροή του αίματος προς τον εγκέφαλο, οδηγώντας σε φτωχότερη οξυγόνωση και, ενδεχομένως, σε προβλήματα μνήμης», σημειώνει ο Δρ. Ni.
Όπως προσθέτει, «εδώ και καιρό γνωρίζουμε ότι η υψηλή χοληστερόλη αποτελεί μείζονα παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακές νόσους και εγκεφαλικά επεισόδια, τα οποία επηρεάζουν άμεσα τη γνωστική λειτουργία. Ωστόσο, δεν είναι σαφές αν η μείωση της χοληστερόλης μειώνει πραγματικά τον κίνδυνο άνοιας ή αν απλώς σχετίζεται με χαμηλότερο ποσοστό εμφάνισής της. Πιθανότατα υπάρχουν περισσότεροι από ένας μηχανισμοί που συνδέουν τα δύο φαινόμενα».
Ο Αμερικανός ειδικός επισημαίνει ότι οι ερευνητές χρειάζεται να διαχωρίσουν καλύτερα τα διαφορετικά είδη άνοιας και να κατανοήσουν ποιοι παράγοντες επηρεάζουν κάθε τύπο. «Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τα ίδια προβλήματα μνήμης ή τον ίδιο τύπο άνοιας. Όσο περισσότερο κατανοούμε τις διαφορές αυτές, τόσο πιο στοχευμένες θεραπείες θα μπορούμε να αναπτύξουμε στο μέλλον», καταλήγει.
Πρακτικές και επιστημονικές επιπτώσεις — ένα παράθυρο για πρόληψη
Η νέα αυτή μελέτη δεν προτείνει να ξεκινήσουν όλοι προληπτικά θεραπεία με στατίνες, αλλά προσφέρει ένα ισχυρό επιστημονικό επιχείρημα υπέρ της πρώιμης διαχείρισης της χοληστερόλης. Η διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων χοληστερόλης, μέσα από υγιεινή διατροφή, σωματική άσκηση, διακοπή του καπνίσματος και, όπου χρειάζεται, φαρμακευτική αγωγή, μπορεί να αποτελέσει όχι μόνο μέτρο καρδιαγγειακής προστασίας, αλλά και επένδυση στη γνωστική υγεία.
Η Δρ. Nordestgaard επισημαίνει ότι «εφόσον τα ευρήματά μας βασίζονται σε γενετικά δεδομένα, αντικατοπτρίζουν επιδράσεις δια βίου διάρκειας. Αυτό σημαίνει ότι όσο νωρίτερα ξεκινήσει η πρόληψη, τόσο μεγαλύτερο μπορεί να είναι το όφελος». Ωστόσο, τονίζει πως χρειάζονται περαιτέρω μελέτες για να επιβεβαιωθούν οι παρατηρήσεις αυτές σε κλινικό επίπεδο, μέσα από μακροχρόνιες τυχαιοποιημένες δοκιμές.
Η Δρ. Gliebus συμφωνεί: «Παρά τα εντυπωσιακά αποτελέσματα, πρέπει να θυμόμαστε ότι πρόκειται για μελέτη παρατήρησης με γενετικά δεδομένα”. Ωστόσο, το μήνυμά της είναι ξεκάθαρο: “η πρόληψη και η φροντίδα της καρδιαγγειακής υγείας αποτελούν κλειδί όχι μόνο για την καρδιά, αλλά και για τον εγκέφαλο».
Το μέλλον της έρευνας και το κοινωνικό αποτύπωμα
Αν τα ευρήματα αυτά επιβεβαιωθούν και σε κλινικές δοκιμές, οι συνέπειες θα είναι τεράστιες. Η άνοια κοστίζει ήδη στην παγκόσμια οικονομία πάνω από 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, ποσό που εκτιμάται ότι θα διπλασιαστεί μέσα σε δύο δεκαετίες. Μια αποτελεσματική στρατηγική πρόληψης, βασισμένη στη διαχείριση της χοληστερόλης, θα μπορούσε να μειώσει δραματικά αυτό το κόστος και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων.
Όπως υπογραμμίζουν οι επιστήμονες, η έρευνα αυτή δεν αφορά μόνο την ανάπτυξη νέων φαρμάκων, αλλά και την προαγωγή της ενημέρωσης του κοινού. Η κατανόηση ότι το καρδιαγγειακό και το γνωστικό σύστημα είναι αλληλένδετα μπορεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη γήρανση και τη νοητική υγεία.
Η άνοια δεν είναι πια αναπόφευκτη συνέπεια του χρόνου: είναι μια πάθηση με πολλαπλές αιτίες και πολλαπλές ευκαιρίες πρόληψης και, όπως δείχνουν τα νέα δεδομένα, η ταπεινή στατίνη (το φάρμακο που επί δεκαετίες θεωρούσαμε «εργαλείο της καρδιολογίας») ίσως αποδειχθεί και σύμμαχος του εγκεφάλου.