Η ιβουπροφαίνη είναι ένα από τα πιο γνωστά φάρμακα – η πρώτη επιλογή για την ανακούφιση από πονοκεφάλους, πόνους περιόδου, μυϊκούς πόνους κ.α.. Όμως αυτό το καθημερινό αναλγητικό ίσως να κάνει πολύ περισσότερα από το να καταπραΰνει τον πόνο. Σύμφωνα με νέες έρευνες μπορεί να έχει και αντικαρκινικές ιδιότητες.

Καθώς οι επιστήμονες ανακαλύπτουν όλο και περισσότερα για τη σύνδεση μεταξύ φλεγμονής και καρκίνου, ο ρόλος της ιβουπροφαίνης βρίσκεται στο επίκεντρο – προκαλώντας ενδιαφέρον για το πώς κάτι τόσο κοινό μπορεί να προσφέρει αναπάντεχα μια τόσο σημαντική προστασία.

Πώς λειτουργεί η ιβουπροφαίνη;

Η ιβουπροφαίνη ανήκει στην οικογένεια των μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ). Η σύνδεση των ΜΣΑΦ με την πρόληψη του καρκίνου δεν είναι καινούρια.

Όπως αναφέρει επιστημονικό άρθρο στο Conversation, ήδη από το 1983, κλινικά δεδομένα συνέδεσαν τη σουλινδάκη – ένα παλαιότερο φάρμακο της ίδιας κατηγορίας – με μειωμένη εμφάνιση καρκίνου του παχέος εντέρου σε ορισμένους ασθενείς. Από τότε, οι επιστήμονες διερευνούν αν αυτά τα φάρμακα θα μπορούσαν να βοηθήσουν και στην πρόληψη ή επιβράδυνση άλλων τύπων καρκίνου.

Τα ΜΣΑΦ λειτουργούν μπλοκάροντας ένζυμα που ονομάζονται κυκλοοξυγενάσες (COX). Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι. Η COX-1 προστατεύει τον γαστρικό βλεννογόνο, διατηρεί τη νεφρική λειτουργία και συμβάλλει στην πήξη του αίματος. Η COX-2, αντίθετα, προκαλεί φλεγμονές. Τα περισσότερα ΜΣΑΦ, όπως η ιβουπροφαίνη, αναστέλλουν και τους δύο τύπους.

Ιβουπροφαίνη και καρκίνος του ενδομητρίου

Πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι η ιβουπροφαίνη μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του ενδομητρίου – του συχνότερου τύπου καρκίνου της μήτρας, που ξεκινά στο εσωτερικό της (ενδομήτριο) και προσβάλλει κυρίως γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση.

Ένας από τους βασικότερους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου για τον συγκεκριμένο καρκίνο είναι το υπερβολικό σωματικό βάρος, καθώς το περιττό λίπος αυξάνει τα επίπεδα οιστρογόνων, των ορμονών που μπορούν να ενισχύσουν την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων.

Άλλοι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν την προχωρημένη ηλικία, τη θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης (ειδικά όταν περιέχει μόνο οιστρογόνα), τον διαβήτη και το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.

Η πρώιμη εμφάνιση της περιόδου (εμμηναρχή), η καθυστερημένη εμμηνόπαυση ή η απουσία κυήσεων αυξάνουν επίσης τον κίνδυνο. Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν μη φυσιολογική κολπική αιμορραγία, πόνο στη λεκάνη και ενόχληση κατά τη σεξουαλική επαφή.

Στη μελέτη PLCO (Προστάτης, Πνεύμονας, Παχύ Έντερο, Ωοθήκες), αναλύθηκαν δεδομένα από πάνω από 42.000 γυναίκες ηλικίας 55–74 ετών για διάστημα 12 ετών. Όσες ανέφεραν ότι έπαιρναν τουλάχιστον 30 δισκία ιβουπροφαίνης τον μήνα είχαν 25% χαμηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν καρκίνο του ενδομητρίου σε σύγκριση με όσες έπαιρναν λιγότερα από 4 δισκία τον μήνα. Το προστατευτικό αποτέλεσμα ήταν ισχυρότερο σε γυναίκες με καρδιοπάθεια.

Αντιθέτως, η ασπιρίνη – ένα επίσης κοινό ΜΣΑΦ – δεν παρουσίασε αντίστοιχη συσχέτιση με μειωμένο κίνδυνο σε αυτή ή άλλες μελέτες. Πάντως, η ασπιρίνη έχει συνδεθεί με την αποτροπή της επανεμφάνισης του καρκίνου του εντέρου. Άλλα ΜΣΑΦ, όπως η ναπροξένη, έχουν μελετηθεί ως προς την πρόληψη καρκίνων του παχέος εντέρου, της ουροδόχου κύστης και του μαστού. Η αποτελεσματικότητα αυτών των φαρμάκων φαίνεται να εξαρτάται από τον τύπο καρκίνου, τα γονίδια και τα υποκείμενα προβλήματα υγείας.

Οι αντικαρκινικές ιδιότητες της ιβουπροφαίνης

Οι πιθανές αντικαρκινικές ιδιότητες της ιβουπροφαίνης δεν περιορίζονται μόνο στον καρκίνο του ενδομητρίου. Μελέτες δείχνουν ότι μπορεί επίσης να μειώσει τον κίνδυνο για καρκίνο του παχέος εντέρου, του μαστού, του πνεύμονα και του προστάτη.

Για παράδειγμα, άτομα που είχαν στο παρελθόν καρκίνο του εντέρου και λάμβαναν ιβουπροφαίνη είχαν μικρότερη πιθανότητα υποτροπής. Έχει επίσης φανεί πως εμποδίζει την ανάπτυξη και επιβίωση καρκινικών κυττάρων του παχέος εντέρου, ενώ ορισμένα δεδομένα δείχνουν προστατευτική δράση έναντι του καρκίνου του πνεύμονα σε καπνιστές.

Η φλεγμονή αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του καρκίνου και η ιβουπροφαίνη είναι, ουσιαστικά, αντιφλεγμονώδης. Αναστέλλοντας τη δραστηριότητα του ενζύμου COX-2, το φάρμακο μειώνει την παραγωγή προσταγλανδινών – χημικών ουσιών που ενισχύουν τη φλεγμονή και την κυτταρική ανάπτυξη, περιλαμβανομένης και της καρκινικής. Η μείωση των προσταγλανδινών μπορεί να επιβραδύνει ή να αναστείλει την ανάπτυξη όγκων.

Και δεν σταματά εκεί. Η ιβουπροφαίνη φαίνεται να επηρεάζει και γονίδια που σχετίζονται με τον καρκίνο, όπως τα HIF-1α, NFκB και STAT3, τα οποία βοηθούν τα καρκινικά κύτταρα να επιβιώνουν σε συνθήκες χαμηλού οξυγόνου και να αντιστέκονται στη θεραπεία.

Η ιβουπροφαίνη φαίνεται να μειώνει τη δραστηριότητα αυτών των γονιδίων, καθιστώντας τα καρκινικά κύτταρα πιο ευάλωτα. Επίσης, μπορεί να επηρεάσει τη «συσκευασία» του DNA μέσα στα κύτταρα, ενισχύοντας πιθανώς την αποτελεσματικότητα της χημειοθεραπείας.

Μια κρίσιμη προειδοποίηση

Παρά τις ελπιδοφόρες ενδείξεις, οι ειδικοί προειδοποιούν: μην παίρνετε ιβουπροφαίνη για πρόληψη καρκίνου χωρίς ιατρική συμβουλή. Η μακροχρόνια ή υψηλή δοσολογία ΜΣΑΦ μπορεί να προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες, όπως έλκη στομάχου, αιμορραγίες και νεφρική βλάβη.

Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις, ενδέχεται να προκληθούν καρδιακά προβλήματα όπως εμφράγματα ή εγκεφαλικά. Τα ΜΣΑΦ αλληλεπιδρούν επίσης με αρκετά φάρμακα – μεταξύ άλλων με την βαρφαρίνη και ορισμένα αντικαταθλιπτικά – αυξάνοντας τον κίνδυνο αιμορραγίας και άλλων επιπλοκών.

Η ιδέα ότι ένα απλό παυσίπονο μπορεί να συμβάλει στην πρόληψη του καρκίνου είναι συναρπαστική. Αν οι μελλοντικές μελέτες επιβεβαιώσουν τα ευρήματα, η ιβουπροφαίνη θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για τη μείωση του κινδύνου – ιδίως σε ομάδες υψηλού κινδύνου.

Προς το παρόν, οι ειδικοί συμφωνούν: καλύτερα να επενδύουμε στην πρόληψη με βάση τον τρόπο ζωής – καλή διατροφή, υγιές βάρος και σωματική άσκηση.