«Μπορεί ο βασικός στόχος θεσμοθέτησης του κατώτατου μισθού να είναι η προστασία ενός τμήματος της κοινωνίας από τη φτωχοποίηση, το ύψος όμως του κατώτατου μισθού στη χώρα μας και η μόλις 2% αύξηση που ανακοίνωσε σήμερα ο Πρωθυπουργός, δε μπορεί σε καμία περίπτωση να διασφαλίσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης», επισημαίνει η ΓΣΕΕ στο σχόλιό της για την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από 1ης Ιανουαρίου 2022 (από τα 650 ευρώ που είναι σήμερα, στα 663 ευρώ το μήνα) που ανακοίνωσε η κυβέρνηση νωρίτερα το πρωί της Δευτέρας.

«Η οριακή αύξηση του κατώτατου μισθού και μάλιστα από 1.1.2022, δεν ενισχύει σε καμία περίπτωση την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα και ανάπτυξη, δε βελτιώνει τις συνθήκες διαβίωσης και φυσικά δε μειώνει την ανασφάλεια και επισφάλεια που διακρίνουν σήμερα την αγορά εργασίας», τονίζει ακόμη η Συνομοσπονδία, θυμίζοντας, παράλληλα, πως «έχει τεκμηριώσει», μέσω του Ινστιτούτου εργασίας της, «το αίτημά της για την αναγκαιότητα άμεσης επαναφοράς του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και στη συνέχεια της προσαρμογής του στο 60% του διαμέσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης, δηλαδή στα 809 ευρώ, με την υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων».

Επιπλέον, «η αύξηση των 13 ευρώ την οποία αποφάσισε η κυβέρνηση δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, με ότι αυτό συνεπάγεται για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους», αναφέρει η τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση του ιδιωτικού τομέα.

«Οι εργαζόμενοι στη χώρα μας, κρίνουν κατώτερη των προσδοκιών και των αναγκών τους την απόφαση της Κυβέρνησης. Σε μία κρίσιμη για αυτούς περίοδο λόγω και της πανδημίας -και μετά από 11 συνεχή χρόνια μνημονίων και σκληρών δημοσιονομικών μέτρων- χρειάζονται την ουσιαστική ενίσχυση των εισοδημάτων και της προστασίας τους, την καταπολέμηση της παραβατικότητας σε βάρος τους και τη θεσμική κατοχύρωση και ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συμβάσεων εργασίας», καταλήγει η ΓΣΕΕ.