Ο Σάκης είναι εδώ. Με τα τραγούδια του, με την πλάκα του, με τη γενναιοδωρία της ψυχής του. Σε αυτό συμφώνησαν όλοι το Σάββατο το βράδυ στην «Ακτή Πειραιώς», καλλιτέχνες και κοινό. «Οι γενναίοι της νύχτας» (Δ. Σαββόπουλος, Λ. Μαχαιρίτσας, Γ. Ζουγανέλης) έπρεπε να αποδειχθούν ακόμη γενναιότεροι για έναν «δύσκολο αποχαιρετισμό».

Ο Σάκης Μπουλάς δεν βρισκόταν πια στη ζωή κι εκείνοι εκεί, στη σκηνή, την οποία μοιράστηκαν μαζί του στο ξεκίνημα της σεζόν. Είχαν να αποχαιρετίσουν τον φίλο, τον συνοδοιπόρο ψυχής. Και το έκαναν με τον δικό τους τρόπο. Τρυφερά. Με χαρμολύπη. Και γέλιο, όπως γράφει σήμερα το «Έθνος».

«Μας το είχε ξεκαθαρίσει “όταν πεθάνω”, είπε, “το ίδιο βράδυ να παίξετε”. Τον παρακούσαμε, γιατί δεν ήταν εύκολο. Μετά σκέφτηκα ότι εμείς οι καλλιτέχνες, τιμάμε τους νεκρούς μας παίζοντας. Το δικό μας το παίξιμο περιέχει και το πένθος και την αθανασία. Είναι αυτό που λέει ο λαός, γάμος χωρίς κλάματα και κηδεία χωρίς γέλιο δεν είναι ωραίο πράγμα. Και αυτά ο Σάκης τα ήξερε!» είπε ο Διονύσης Σαββόπουλος που αποκάλυψε ότι ο Σ. Μπουλάς είχε πληρώσει τη μακαριά.

«Μετά την κηδεία, πήγαμε σε παρακείμενο μαγαζί για την ψαρόσουπα, για την κλασική μακαριά. Και τι μας λένε; Ο μακαρίτης είχε πάει πριν από μέρες στον μαγαζάτορα. «Μετά την κηδεία μου», λέει, «θα έρθουν εδώ 40-50 φίλοι, τι μενού θα βγάλεις και πόσο κάνει;». «Ελάτε, κύριε Μπουλά», είπε ο μαγαζάτορας, «τι πράγματα είναι αυτά; Σας παρακαλώ, αν o μη γένοιτο, θα κάνω εγώ το κέρασμα». «Όχι, 40-50 κεφάλια, πόσο κάνει;». Πλήρωσε τη μακαριά, μείναμε άφωνοι», είπε.

«Θα μας λείψει… Όμως… ο Σάκης έχει ένα παρελθόν που μας επιτρέπει να τον βιώνουμε στο μέλλον», είπε ο Γιάννης Ζουγανέλης, ενώ ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας υπερθεμάτισε: «Θα βλέπουμε αυτά που έχει αφήσει πίσω του και θα κάνουμε ψυχοθεραπεία γέλιου. Θα περνάμε καλά με τον Σάκη. Η αντιμετώπισή του θα είναι ανάλογη με αυτήν που δείχνουμε στον Λ. Κωνσταντάρα». Κι ύστερα στο βίντεο ο Σάκης τραγούδησε το «Παλιό μου παλτό», για να «απαντήσει» η τριάδα με το «Μπανάκι Μανάκι» και το «Φλασάκι».

Ο Λ. Μαχαιρίτσας θυμήθηκε τον «τυπά με τα μακριά μαλλιά, τα μούσια και τις μπότες», που περνούσε έξω από το το θηλέων της περιοχής του και γοήτευε τα κορίτσια. Αλλά και τον ίδιο τύπο που τον πλησίασε στο ζαχαροπλαστείο «Dolce» και του είπε: «Κάνω έναν δίσκο. Μου αρέσει η μουσική σου. Θέλω να μου γράψεις τραγούδια» και του έδωσε τους στίχους για το «Μπανάκι Μανάκι» και το «Φλασάκι».

Συνοδοιπόρος ζωής, «αδελφός», ο Γιάννης Ζουγανέλης θυμήθηκε ιστορίες που είχαν να κάνουν με τη… βουλιμία του Σ. Μπουλά. Όπως τότε, μικρός, που σε μια βόλτα με τον παππού του περνώντας από ένα μαγαζί με τουλούμπες απαίτησε να του αγοράσει… επτά! Ή τότε που, ταξιδεύοντας με πούλμαν για μια περιοδεία, σε μια στάση ο «Σάκης έρχεται με μία σακούλα με περίπου 25 παγωτά. Πριν, μισοκοιμισμένος, του είχα πει ότι δεν θέλω παγωτό. Αλλάζοντας γνώμη… «Σάκη, μου δίνεις ένα;» του λέω. «Σε ρώτησα, βρε Γιάννη…» η απάντηση». Στο κλείσιμο της βραδιάς, ο Λάκης Παπαδόπουλος τον αποχαιρέτησε αφιερώνοντάς του τα «Ησυχα βράδια», τραγούδι δικό του που είχε ερμηνεύσει και ο Σάκης Μπουλάς.