Σε υποχρεωτική εκπαίδευση θα πρέπει να υποβληθούν σταδιακά οι εργαζόμενοι σε εταιρείες σεκιούριτι, σύμφωνα με τη νέα ισχύουσα νομοθεσία. Ήδη από την αρχή του χρόνου όσοι επιθυμούν να εκδώσουν άδεια εργασίας προσωπικού ασφαλείας θα πρέπει μαζί με τα υπόλοιπα έγγραφα που προσκομίζουν στις αστυνομικές αρχές να έχουν και το πιστοποιητικό σπουδών. Όσον αφορά τα δεκάδες χιλιάδες άτομα που κατέχουν ήδη άδεια σεκιούριτι, έχει δοθεί παράταση χρόνου προκειμένου να εκπαιδευθούν και να προσκομίσουν το σχετικό έγγραφο, ανάλογα με τον χρόνο ισχύος των αδειών τους, από το 2013 και μετά.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της Καθημερινής, οι πενταετείς άδειες των σεκιούριτι θα ανανεωθούν για άλλα πέντε χρόνια δίχως να χρειάζεται βεβαίωση σπουδών εφόσον κατατεθούν ως τις 7/10/2013, καταληκτική ημερομηνία για την εφαρμογή του νόμου 3707/08. Το Κέντρο Μελετών Ασφαλείας (ΚΕΜΕΑ) έχει καταρτίσει συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών για την άδεια σεκιούριτι, το οποίο περιλαμβάνει διάφορα μαθήματα, όπως πρώτες βοήθειες, διαχείριση πλήθους, ψυχολογία κ.ά. Εκπαιδευτές, ψυχολόγοι, νοσηλευτές, πρώην αξιωματικοί ΕΛ.ΑΣ., έχουν επίσης εκπαιδευθεί και καταγραφεί από το ΚΕΜΕΑ. Εκτός από τα δημόσια και ιδιωτικά ΙΕΚ που ήδη έχουν εντάξει το επάγγελμα του Προσωπικού Ασφαλείας στα προγράμματα σπουδών τους, πλήθος ακόμα φορέων (τουλάχιστον 30), όπως διάφορα ΚΕΚ, έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον και αναμένεται να προσφέρουν υπηρεσίες εκπαίδευσης στον συγκεκριμένο κλάδο. Με λίγα λόγια, όποιος ενδιαφερόμενος θέλει να εκπαιδευθεί στο συγκεκριμένο αντικείμενο μπορεί να απευθυνθεί σε κάποιο ΙΕΚ που λειτουργεί ήδη ή να αναζητήσει κάποιο πρόγραμμα σε ΚΕΚ.

Στην πρώτη περίπτωση, η εκπαίδευση είναι διετής και προσφέρει πλήθος γνώσεων πάνω στο αντικείμενο της ασφάλειας, ενώ στη δεύτερη ο χρόνος και το κόστος σπουδών είναι αρκετά μικρότερα, καθώς παρέχονται μόνο οι βασικές γνώσεις που απαιτεί ο νόμος για την έκδοση άδειας. Ο χρόνος αυτός έχει οριστεί στις 105 διδακτικές ώρες. Ειδικός που συμμετείχε στην κατάρτιση του νόμου αναφέρει ότι οι διδακτικές ώρες, αλλά και το περιεχόμενό τους, αποτέλεσαν αντικείμενο διαβουλεύσεων για αρκετούς μήνες. «Δεν ήταν εύκολο, είχαμε να συζητήσουμε με τους υπεύθυνους των εταιρειών. Όταν αναφέρθηκε ότι ενδέχεται οι εταιρείες να επιδοτηθούν για να εκπαιδεύσουν οι ίδιοι τους υπαλλήλους τους, εκείνοι εκτίμησαν ότι είναι απολύτως απαραίτητο η εκπαίδευση να διαρκέσει τουλάχιστον 600 ώρες. Όταν όμως τους ζητήθηκε οικονομική συμμετοχή, η νέα τους πρόταση ανέφερε αναγκαία εκπαίδευση 8 ωρών για τους παλιούς και 16 ωρών για τους νέους φύλακες», αναφέρει η ίδια πηγή.

 
Ένα ζήτημα που απασχολεί τους φύλακες, αλλά και τους εκπαιδευτικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στο αντικείμενο είναι το ενδεχόμενο επιδότησης των προγραμμάτων σπουδών μέσω του ΕΣΠΑ ή άλλου κοινοτικού προγράμματος. Οι εργαζόμενοι στην ιδιωτική ασφάλεια, πολλοί από τους οποίους πληρώνονται ακόμα και χαμηλότερα από την Εθνική Συλλογική Σύμβαση, δυσκολεύονται ιδιαίτερα να καταβάλλουν τα δίδακτρα. Ακολούθως και οι εκπαιδευτικοί φορείς που έχουν ήδη εντάξει το συγκεκριμένο επάγγελμα στα προγράμματά τους δυσκολεύονται να σχηματίσουν τμήματα.

Όπως αναφέρει στέλεχος του ΚΕΜΕΑ, γίνονται εντατικές προσπάθειες προκειμένου να επιδοτηθεί πλήρως η κατάρτιση περίπου 50.000 ατόμων. Ο αριθμός αυτός δεν είναι τυχαίος, καθώς αναφέρεται στην εκτιμώμενη ζήτηση συγκεκριμένων επαγγελματιών στην αγορά εργασίας. Την ίδια ώρα, οι ενεργές άδειες σεκιούριτι ξεπερνούν τις 50.000. Ζήτημα, ωστόσο, παραμένει αν εκείνοι που θα επιδοτηθούν θα είναι κυρίως τα άτομα που ήδη εργάζονται ή εάν με την επιδότηση θα επιχειρηθεί ένα «ξεσκαρτάρισμα» προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα προσωπικού του συγκεκριμένου κλάδου.

Παράλληλα, οι ιθύνοντες εκφράζουν ελπίδες ότι οι νέες ρυθμίσεις και τα αυστηρότερα κριτήρια για την άσκηση του επαγγέλματος των ιδιωτικών φυλάκων ενδέχεται να βελτιώσουν την εικόνα της συγκεκριμένης αγοράς. Είναι κοινό μυστικό ότι εταιρείες αναγκάζουν τους υπαλλήλους τους να εργάζονται περισσότερες ώρες από το προβλεπόμενο, πληρώνουν κάτω από τη συλλογική σύμβαση, τοποθετούν ανεκπαίδευτο και ακατάλληλο προσωπικό σε θέσεις ευθύνης εκμεταλλευόμενες την οικονομική ανάγκη των εργαζομένων και την απουσία ελεγκτικών μηχανισμών.