Κατηγορηματικά αντίθετος με τα σενάρια περί εξόδου της Ελλάδας ή άλλων αδύναμων χωρών από την ευρωζώνη ή περί άμεσης αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, εμφανίζεται ο επικεφαλής οικονομολόγος της γερμανικής τράπεζας Commerzbank Γιέργκ Κρέμερ.

Σε συνέντευξή του που δημοσιεύεται σήμερα στην εφημερίδα «Handelsblatt», ο ισχυρός άνδρας της Commerzbank σημειώνει ότι το ενδεχόμενο άμεσης αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους «θα ισοδυναμούσε με στάση πληρωμών. Και αυτό το βλέπουμε μόνο στις υπό ανάπτυξη χώρες. Αλλά πτώχευση σε μία από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου; Θα έσπαζε ένα ταμπού με απώλεια γοήτρου τεραστίων διαστάσεων». Χαρακτηρίζει μάλιστα «αφελές» ένα άμεσο «hair cut», εκτιμώντας ότι «θα οξύνει δραματικά την κρίση».

Επίσης, απορρίπτει κατηγορηματικά και τα σενάρια εξόδου από το ευρώ είτε των αδύναμων χωρών είτε της Γερμανίας. Σε περίπτωση αποχώρησης της Ελλάδας «δεν χρειάζεται να είναι κάποιος οικονομολόγος για να δει τις συνέπειες», λέει ο κ. Κρέμερ: «Οι Έλληνες θα απέσυραν αμέσως τα ευρώ τους από τις τράπεζες για να αποφύγουν την αναμενόμενη υποτίμηση της δραχμής. Κανένα τραπεζικό σύστημα στον κόσμο δεν θα μπορούσε να αντέξει μία τέτοια πίεση. Και αντιστρόφως: Εάν αποχωρήσει η Γερμανία, οι Ισπανοί και οι Έλληνες θα άνοιγαν αμέσως λογαριασμούς στη Γερμανία πυροδοτώντας μία φυγή κεφαλαίων από τις ούτως ή άλλως αδύναμες χώρες».

Όπως σημειώνει ο οικονομολόγος της Commerzbank, «τρόπον τινά είμαστε καταδικασμένοι στη διατήρηση του ευρώ, διότι όλες οι εναλλακτικές λύσεις κρύβουν ανεξέλεγκτους κινδύνους».

Εκτιμά, ωστόσο, ότι εάν απειληθεί να τεθεί υπό την ομπρέλα της διάσωσης και η Ισπανία, τότε ενδεχομένως θα ακολουθήσει το ευρωομόλογο, με το οποίο «η κρίση χρέους θα περιοριζόταν αμέσως, διότι χώρες με υψηλή αξιοπιστία θα εγγυηθούν για τα χρέη χωρών χαμηλής αξιοπιστίας. Αλλά το κόστος για τις χώρες αυτές θα ήταν μεγάλο, κυρίως για τη Γερμανία». Υπολογίζει ότι το ύψος του επιτοκίου που θα κληθεί να πληρώσει η Γερμανία «θα εξαρτηθεί από το εύρος των εγγυήσεων που θα αναλάβουν οι χώρες υψηλής αξιοπιστίας». Πάντως αυτό θα σημάνει αλλαγή στη φυσιογνωμία της ΕΕ, καθώς «με το ευρωομόλογο θα γίνουμε μία Ένωση εγγυητών».