Σε προχωρημένο στάδιο βρίσκονται οι σχεδιασμοί της κυβέρνησης για τη δημιουργία προληπτικής πιστωτικής γραμμής που θα επιταχύνει την έξοδο της Ελλάδας από την στενή εποπτεία του ΔΝΤ και της τρόικας.

Το θέμα που δημοσίως έθεσε χθες η Γενική Διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ έχει τεθεί ανεπισήμως εδώ και αρκετό καιρό στην ελληνική κυβέρνηση τόσο από το ΔΝΤ όσο και από την ΕΚΤ και την ΕΕ.

Αν και αρχικά είχε δοθεί η εντύπωση πως η προληπτική πιστωτική γραμμή (precautionary credit linet) θα προερχόταν από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας το γεγονός ότι ενδεχόμενη χρηματοδότηση της Ελλάδας από τον ESM θα συνεπαγόταν και νέο «ευρωπαϊκό Μνημόνιο» απομάκρυνε την κυβέρνηση από αυτή τη λύση, όπως άλλωστε είχε αποθαρρύνει τόσο την Ιρλανδία όσο και την Πορτογαλία.

Η Κυβέρνηση έχει συγκεντρώσει με ίδια μέσα ποσό ύψους περίπου 5 δισ. ευρώ, το οποίο μετά την επικείμενη έκδοση 7ετών ομολόγων αναμένεται να αγγίξει τα 7 δισ. ευρώ έως το τέλος του τρέχοντος έτους. Στόχος της κυβέρνησης είναι σε αυτά τα χρήματα να προστεθούν με τη σύμφωνη γνώμη του Eurogroup (δεν απαιτείται απόφαση Κοινοβουλίων) τα 10,2 δισ. ευρώ από τις συνολικές εκκρεμείς επιστροφές από ANFAs και SMPs.

Πρόκειται για τα κέρδη που αποκόμισαν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης από τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία απέκτησαν από τη δευτερογενή αγορά σε τιμές 30%-40% της ονομαστικής τους αξίας. Τα συγκεκριμένα ομόλογα δεν κουρεύτηκαν με το PSI αλλά ανταλλάχτηκαν ώστε να εξαιρεθούν.

Σύμφωνα με πληροφορίες τα 11,4 δισ. ευρώ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα καλύψουν πιθανές κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών και όσα περισσέψουν θα επιστραφούν προκειμένου να ελαφρύνουν το χρέος, ήτοι δεν θα μετέχουν ως κεφάλαια στην προληπτική πιστωτική γραμμή.

Σε κάθε περίπτωση έχοντας δημιουργήσει ένα κεφαλαιακό μαξιλάρι 17 δισ. ευρώ η Κυβέρνηση θεωρεί πως θα έχει μεγάλη άνεση να καλύψει όλες τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας έως τα τέλη του 2016.

Σημειώνεται πως οι δαπάνες για τόκους ανέρχονται σήμερα στο 3,3% του ΑΕΠ και αναμένεται να μειωθούν κάτω από το 3% ετησίως κατά μέσο όρο από το 2020, κάτι που συνεπάγεται πως οι χρηματοδοτικές ανάγκες μέχρι τότε είναι απολύτως ελεγχόμενες.