Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) ανακοίνωσε σήμερα πως η Ισπανία, η οποία μαστίζεται από πολύ υψηλή απεργία που φτάνει σε ποσοστό το 26%, πρέπει να μειώσει περαιτέρω την αποζημίωση που παίρνουν οι εργαζόμενοι σε περίπτωση απόλυσης.

Επίσης σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ η χώρα θα πρέπει να βοηθήσει περισσότερο εκείνους που ζητούν απασχόληση να ξαναβρούν μια εργασία.

Η τέταρτη οικονομία της Ευρωζώνης, η οποία έχει ήδη μειώσει αυτές τις αποζημιώσεις έπειτα από πολλές μεταρρυθμίσεις, «έλαβε θαρραλέα μέτρα για να ενισχύσει την αγορά εργασίας της», υπογραμμίζει ο ΟΟΣΑ σε έκθεσή του.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές «βοήθησαν ώστε να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και αναμένεται ότι θα ενισχύσουν περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση μέσα στα ερχόμενα χρόνια», τονίζει ο οργανισμός, ο οποίος χειροκροτεί επίσης τη μείωση των μισθών που οι μεταρρυθμίσεις αυτές επέτρεψαν: «τα κόστη της εργασίας στον τομέα των επιχειρήσεων μειώθηκαν κατά 3,2% από το τέλος του 2011 ως το δεύτερο τρίμηνο του 2013».

«Παρόλο που αυτή η μισθολογική μείωση επηρεάζει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, αρχίζουμε να βλέπουμε τα αποτελέσματά της σε όρους εξέλιξης της απασχόλησης και μη κατεστραμμένων θέσεων εργασίας», γράφει ο ΟΟΣΑ, τη στιγμή που ο μηχανισμός αυτός καταγγέλλεται από τα συνδικάτα.

«Το 60% των Ισπανών εργαζομένων δεν φθάνει τα 1.000 ευρώ το μήνα», εξηγούσε πρόσφατα η Παλόμα Λόπες, αρμόδια για την απασχόληση γραμματέας του συνδικάτου CCOO, και «οι δυσκολίες είναι σημαντικές επειδή πρέπει να συνεχίσουν να αποπληρώνουν παρόλα αυτά το στεγαστικό δάνειο».

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, «επιπλέον μεταρρυθμίσεις παραμένουν απαραίτητες, καθώς και νέες προσπάθειες για να βελτιωθεί η βοήθεια προς αυτούς που ζητούν εργασία, κυρίως τους νέους».

Ορισμένοι αριθμοί είναι ανησυχητικοί: το ποσοστό της ανεργίας στην Ισπανία, στο 26,7% τον Οκτώβριο, είναι το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ όλων των χωρών του ΟΟΣΑ (ακριβώς πίσω απ’ αυτό της Ελλάδας) και είναι τριπλάσιο από το μέσο όρο των χωρών αυτών (7,9%).

Το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 54,39% μεταξύ των νέων ηλικίας 16-24 ετών και οι μακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που έχουν μείνει ένα χρόνο ή περισσότερο χωρίς δουλειά) αντιπροσωπεύουν το 50,4% του συνόλου, έναντι 19,1% στα τέλη του 2007.