Οι «Σοφοί», η ομάδα των οικονομολόγων που συμβουλεύουν τη γερμανική κυβέρνηση, προειδοποίησαν σήμερα ότι η θέσπιση κατώτατου μισθού και πιο γενναιόδωρων συντάξεων από μια νέα κυβέρνηση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο οικονομικά κέρδη που είχαν επιτευχθεί πριν από μια δεκαετία.

Το ανεξάρτητο πενταμελές συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από τέσσερις άνδρες και μια γυναίκα, επισημαίνει πως οι μελλοντικές γενιές των Γερμανών θα επωμισθούν τις επιπτώσεις από τις πολιτικές που προτείνονται από τους συντηρητικούς της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ και τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) στις συνομιλίες για τη δημιουργία ενός κυβερνητικού συνασπισμού.

Ανάμεσα στα μέτρα που σχεδιάζουν είναι η θέσπιση ενός εθνικού κατώτατου μισθού, μια αύξηση στις συντάξεις για μητέρες με παιδιά γεννημένα πριν από το 1992 και μέτρα που θα καταστήσουν ελκυστικότερο για τους ανθρώπους να σταματούν να εργάζονται πριν φθάσουν στην προβλεπόμενη από το νόμο συντάξιμη ηλικία των 67 ετών.

«Μελλοντικές προκλήσεις θα είναι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπισθούν, αν οι μεταρρυθμίσεις της Ατζέντας 2010 αμβλυνθούν ή ανατραπούν σε ορισμένες περιπτώσεις», προειδοποιεί το συμβούλιο, αναφερόμενο στις μεταρρυθμίσεις στην εργασία και το κράτος πρόνοιας που είχαν παρουσιαστεί το 2003 από τον πρώην καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές είχαν πιστωθεί ότι ενίσχυσαν τη γερμανική ανταγωνιστικότητα και προστάτευσαν την οικονομία από τα χειρότερα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της αναταραχής με το χρέος στην ευρωζώνη κατά την τελευταία πενταετία.

Το συμβούλιο επισήμανε πως η γερμανική κυβέρνηση, η οποία έχει προωθήσει την «Ατζέντα 2010» ως πρότυπο για άλλες χώρες της ευρωζώνης όπως η Ισπανία και η Γαλλία, πρέπει να αποφύγει να χαλαρώσει στο εσωτερικό τις ίδιες μεταρρυθμίσεις που διαφημίζει στο εξωτερικό.

«Είναι ανάγκη να επανεκκινήσουμε τη μεταρρυθμιστική διαδικασία όχι να την καταστρέψουμε», δηλώνουν οι οικονομολόγοι, επισημαίνοντας μια υποβόσκουσα δημογραφική πρόκληση που αντιμετωπίζει η Γερμανία, η οποία έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά γεννητικότητας στην Ευρώπη.

Το SPD έχει ανακοινώσει πως θα αρνηθεί να σχηματίσει «μεγάλο συνασπισμό» με τους συντηρητικούς της Μέρκελ αν δεν θεσπισθεί ένας κατώτατος μισθός 8,50 ευρώ την ώρα.

Το κεντροαριστερό κόμμα θέλει επίσης να αλλάξουν οι κανονισμοί που υποστηρίζει πως επιτρέπουν στις εταιρείες να υποαμείβουν το προσωπικό τους και να απαλλάσσονται από εργαζόμενους με προσωρινές συμβάσεις.

Ο Κρίστιαν Σουλτς της τράπεζας Berenberg δήλωσε: «Όλα αυτά είναι βήματα προς τα πίσω που διαβρώνουν το θεμέλιο πάνω στο οποίο είναι οικοδομημένη η σημερινή επιτυχία της Γερμανίας».

Η γερμανική βιομηχανία υποστηρίζει επίσης ότι η κυβέρνηση κάνει επίδειξη πλούτου. Σύμφωνα με μέσα ενημέρωσης, το Βερολίνο θα χρειαστεί περίπου 50 δισεκ. ευρώ το χρόνο σε πρόσθετα εισοδήματα, αν πρόκειται να εφαρμοσθούν όλα τα σχέδια που προτείνονται από τους συντηρητικούς και το SPD.

Ο Ούλριχ Γκρίλο, πρόεδρος της βιομηχανικής ένωσης BDI, προειδοποίησε ότι η Γερμανία «δεν είναι η χώρα όπου ρέουν γάλα και μέλι».

«Μέχρι στιγμής οι συνομιλίες για το συνασπισμό προχωρούν προς εντελώς λάθος κατεύθυνση. Πρέπει να σταματήσει το τζάμπα για όλους», δήλωσε προς τη μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα «Bild».

Ωστόσο αλλού στην Ευρώπη τα σχέδια που είναι πιθανό να αυξήσουν το εργασιακό κόστος και να βάλουν περισσότερα χρήματα στα χέρια των απλών πολιτών, θεωρούνται ευπρόσδεκτα βήματα για να ενισχυθεί η αναιμική εγχώρια ζήτηση στη Γερμανία.

Οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχουν επικρίνει τις τελευταίες εβδομάδες τη Γερμανία επειδή κρατάει χαμηλά τους μισθούς στη χώρα για να πουλάει προϊόντα στο εξωτερικό σε ανταγωνιστικές τιμές.