«Η εμπιστοσύνη των αγορών και των επενδυτών δεν χτίζεται με επικοινωνιακές κινήσεις, αλλά κερδίζεται με δράσεις ουσίας και η όποια αλλαγή έχει υπάρξει στην ελληνική οικονομία οφείλεται στο ότι έχουμε προχωρήσει σε ουσιαστικά βήματα και αυτό αναγνωρίζεται τόσο από τους εταίρους μας, όσο και από φορείς της αγοράς. Αλλά δεν εφησυχάζουμε. Ξέρουμε πολύ καλά ότι έχουμε μπροστά μας δύσκολο και ανηφορικό δρόμο. Ξέρουμε ότι το θετικό κλίμα που χτίζουμε μπορεί εύκολα να ανατραπεί αν ξεφύγουμε από το δρόμο της σοβαρότητας, της σκληρής δουλειάς και του αυστηρού προγραμματισμού. Και δεν θα ξεφύγουμε από αυτό».

Αυτό δήλωσε ο υπουργός Ανάπτυξης, Κωστής Χατζηδάκης, από το βήμα εκδήλωσης που διοργάνωσε το Ελληνογερμανικό Βιομηχανικό και Εμπορικό Επιμελητήριο με θέμα «Το παράδειγμα της Ιρλανδίας στην έξοδο από την κρίση».

Τη σημασία που έχει για την υπέρβαση της κρίσης σε μια οικονομία η διαμόρφωση ενός εξωστρεφούς παραγωγικού μοντέλου, που θα βασίζεται σ’ ένα πιο ελκυστικό επενδυτικό περιβάλλον, σε μια ευέλικτη αγορά εργασίας, αλλά και σε ένα ποιοτικό και σωστά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό, υπογράμμισαν οι ομιλητές στην εκδήλωση.

Ο πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, Μ. Μαΐλλης, κατά την έναρξη των εργασιών του φόρουμ, αναφερόμενος στην Ελλάδα, ανέδειξε την ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, αντλώντας παραδείγματα από τον τρόπο με τον οποίο η Ιρλανδία διαμόρφωσε ένα φιλικό για τις επενδύσεις περιβάλλον ήδη από τη δεκαετία του 1990, με έμφαση στην εξωστρέφεια. «Η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να ξαναστήσει ένα σωστό παραγωγικό ιστό και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Είναι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσουμε την τεράστια ανεργία και να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις και ελπίδες για τις νέες γενιές. Το ποσοστό της μεταποίησης στο ΑΕΠ της Ιρλανδίας είναι υπερδιπλάσιο από αυτό της Ελλάδος. Πέρα όμως από τη χαμηλή φορολογία της είναι γνωστό ότι διέπεται από ένα ιδιαίτερα, φιλικό, επενδυτικό καθεστώς» υποστήριξε ο πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου.

Από την πλευρά του, ο Βόλφγκανκ Ντολτ, πρέσβης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Ελλάδα, τόνισε: «Οι περισσότερες προσεγγίσεις στην κρίση επικεντρώνονται στο αν επαρκεί το πακέτο διάσωσης των 240 δισ. ευρώ και αν θα μπορούσαν οι εταίροι στην Ευρώπη να κάνουν κάτι καλύτερο. Η κοινή αντίληψη εστιάζει στο πώς μπορούν οι άλλοι να μας βοηθήσουν και απομακρύνεται όλο και περισσότερο από το τι θα μπορούσαμε εμείς οι ίδιοι να κάνουμε για να απελευθερωθούμε από τη μιζέρια, για να αναπτύξουμε την ανταγωνιστικότητά μας». Ο Γερμανός πρέσβης σημείωσε επίσης τη σημασία που έχει για την ελληνική οικονομία να εστιάσει στην αύξηση της ανταγωνιστικότητάς της, εκμεταλλευόμενη τα δυνατά της σημεία και εξαλείφοντας οτιδήποτε τα πνίγει.

Ο Τσαρλς Σίχαν, πρέσβης της Ιρλανδίας στην Ελλάδα, αφού αναφέρθηκε στην πορεία υλοποίησης του προγράμματος σταθεροποίησης της χώρας, το οποίο φαίνεται να διασφαλίζει για τρίτη συνεχόμενη χρονιά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης (1,3% το 2013), έδωσε έμφαση στη μεγάλη σημασία που έπαιξε στην επιτυχία αυτή, η διαμόρφωση ενός μακροπρόθεσμου, τεκμηριωμένου πλαισίου υλοποίησης του προϋπολογισμού, με πλήρη διαφάνεια και ενεργή κοινοβουλευτική εποπτεία. Σημείωσε, δε, ότι οι δυνατότητες ανάπτυξης της Ιρλανδίας εδράζονται στην ευελιξία που επικρατεί στην οικονομία και ειδικά στην αγορά εργασίας, στο ιδιαίτερα φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον, στα υψηλά επίπεδα της εκπαίδευσης αλλά και στα θετικά δημογραφικά στοιχεία. Ωστόσο, ο κ. Σίχαν τόνισε την ανάγκη για περαιτέρω διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την τόνωση της ανάπτυξης, ενώ δεν παρέλειψε να εκφράσει την ανησυχία του για τη συνεχιζόμενη κρίση στην Ευρωζώνη. «Υπάρχουν κίνδυνοι που έχουν να κάνουν με την πορεία των συναλλαγματικών ισοτιμιών, των επιτοκίων και των κινήσεων των τιμών των εμπορευμάτων, αλλά και τις εξελίξεις στην ευρωζώνη» επεσήμανε χαρακτηριστικά.

Σε σύγκριση των προγραμμάτων που πρότεινε η τρόικα σε Ιρλανδία και Ελλάδα προχώρησε ο Νίκος Ζόνζηλος, επιστημονικός συνεργάτης του ΙΟΒΕ και πρώην στέλεχος της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος. «Μια επιτυχής πολιτική εσωτερικής υποτίμησης για την εξισορρόπηση του εξωτερικού ισοζυγίου προϋποθέτει ευκαμψία τιμών και μισθών, σχετικά υψηλή συμμετοχή των εξαγωγών στο ΑΕΠ, εξαγωγές με υψηλή προστιθέμενη αξία καθώς και επαρκή παραγωγική βάση διεθνώς εμπορεύσιμων για την απαραίτητη υποκατάσταση εισαγωγών. Η Ελλάδα δεν πληροί επαρκώς αυτές τις προϋποθέσεις γι’ αυτό και η εξισορρόπηση του εξωτερικού ισοζυγίου έγινε αποκλειστικά από τον περιορισμό της τελικής ζήτησης και παραμένει ασταθής σε τυχόν άνοδο της ζήτησης. Εδώ η σύγκριση με την Ιρλανδία είναι εντυπωσιακή. Ποσοστό εξαγωγών στο ΑΕΠ Ελλάδα: 20% Ιρλανδία: 110%. Συμμετοχή της προστιθέμενης αξίας στις εξαγωγές Ελλάδα: 10% Ιρλανδία: 45%, σημειωτέον οι δυο χώρες είναι οι ακραίες παρατηρήσεις στους συγκριτικούς πίνακες της Ευρώπης. Επιπλέον, η Ιρλανδία είναι μια από τις χώρες με τις μεγαλύτερες εξαγωγές υπηρεσιών στον κόσμο ιδιαίτερα ΙΤ» σημείωσε ο κ. Ζόνζηλος.

Στις συνθήκες που επικρατούν στην Ιρλανδία αλλά και στην εμπειρία που έχουν αποκομίσει δουλεύοντας εκεί αναφέρθηκαν επιχειρηματίες.

«1.004 εταιρίες έχουν επιλέξει την Ιρλανδία για βάση στην Ευρώπη, λόγω του ιδιαίτερα θετικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, που διασφαλίζει» υποστήριξε ο Λ. Ράιαν, διευθύνων σύμβουλος της SAΡ Ireland, υπογραμμίζοντας τη σημασία που παίζει η χαμηλή φορολογία, το ευέλικτο και σωστά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό, αλλά και το γεγονός ότι πάνω από το 50% του πληθυσμού είναι κάτω των 35 ετών.

Ο Τζακ Γκόλντεν, επικεφαλής Ανθρωπίνων Πόρων της CRH, που δραστηριοποιείται στον κλάδο των κατασκευών, αναφέρθηκε στη σημασία που είχε για την επιτυχία του προγράμματος της Ιρλανδίας η συμφωνία μεταξύ της ιρλανδικής κυβέρνησης και των συνδικάτων του δημόσιου τομέα, γνωστή ως Croke Park Agreement. Σύμφωνα με τη συμφωνία αυτή, έγιναν περικοπές μισθών από 5% έως 10% για τους εργαζομένους στο δημόσιο τομέα, ενώ η κυβέρνηση συμφώνησε να μην επιβάλει απολύσεις ή περαιτέρω μειώσεις των μισθών του τομέα μέχρι το 2014. Σε αντάλλαγμα τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα συμφώνησαν να συνεργαστούν σε μια ευρεία κλίμακα μεταρρυθμίσεων. Έτσι, ο αριθμός του προσωπικού έχει μειωθεί κατά 28.000 και το ετήσιο κόστος αμοιβών έχει μειωθεί κατά 3,1 δισ. ευρώ. Ωστόσο εκκρεμεί, όπως σημείωσε, η ανανέωση της συμφωνίας αυτής, ενώ επεσήμανε την ανάγκη για περισσότερες επενδύσεις στην εκπαίδευση, αλλά και την περαιτέρω προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων.

Ο Werner Schwanberg, διευθύνων σύμβουλος της WGZ Bank Ireland, αναφέρθηκε στις εναπομένουσες προκλήσεις για την ιρλανδική οικονομία πέρα από την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Σύμφωνα με τον κ. Schwanberg, η μείωση του δημόσιου χρέους, η υπερχρέωση των νοικοκυριών, το υψηλό ποσοστό ανεργίας, η τόνωση της ρευστότητας στις επιχειρήσεις από τις τράπεζες, αλλά και ο περιορισμός των μέτρων λιτότητας υπέρ της μελλοντικής ανάπτυξης αποτελούν ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν.

Ο γενικός διευθυντής του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Δρ Αθανάσιος Κελέμης, ανοίγοντας τις εργασίες της εκδήλωσης, εξέφρασε την άποψη ότι τόσο το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο όσο και το Γερμανο-Ιρλανδικό προσφέρουν στις επιχειρήσεις πρόσβαση σε μια πληθώρα υπηρεσιών και πληροφοριών οι οποίες δημιουργούν ασφαλείς προϋποθέσεις ανάπτυξης της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας, ιδιαίτερα των ΜΜΕ.

Τα δύο Επιμελητήρια, πρόσθεσε ο κ. Κελέμης, λειτουργώντας απολύτως αυτόνομα εντάσσονται θεσμικά στην Ένωση Κεντρικών Επιμελητηρίων της Γερμανίας, ένα δίκτυο που απαρτίζεται από 83 διμερή επιμελητήρια ανά τον κόσμο και αποτελεί ένα μοναδικό διεθνή μηχανισμό στήριξης της επιχειρηματικότητας σε ένα παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον.