Βελτίωση της γερμανικής στάσης έναντι της Ελλάδας διαπιστώνει ο ευρωβουλευτής των γερμανών Φιλελευθέρων (FDP) Γιώργος Χατζημαρκάκης, εκφράζοντας την άποψη ότι το ταξίδι της γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ στην Αθήνα ήταν μια σημαντική έκφραση εμπιστοσύνης.

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Deutsche Welle, ο κ. Χατζημαρκάκης επέκρινε, παράλληλα, τη μέχρι πρόσφατα επικριτική πολιτική του Βερολίνου. Όπως χαρακτηριστικά επισήμανε «η μεγαλύτερη έκφραση δυσπιστίας ήταν το συνεχώς επαναλαμβανόμενο αίτημα για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Ήταν ζημιογόνο για μια χώρα όπως η Ελλάδα, που χρειάζεται επενδύσεις. Το γεγονός όμως ότι λίγους μήνες αργότερα η καγκελάριος όχι μόνο συναντήθηκε με τον Έλληνα πρωθυπουργό στο Βερολίνο, αλλά επισκέφτηκε την Αθήνα δηλώνοντας ότι επιθυμεί την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ ήταν μια σημαντική έκφραση εμπιστοσύνης».

Ο ευρωβουλευτής των Φιλελευθέρων υπογράμμισε, επίσης, ότι η τρόικα έκρινε μέχρι πριν από λίγες μέρες την κατάσταση στην Ελλάδα καθαρά με οικονομικά και όχι πολιτικά κριτήρια. «Για πρώτη φορά από το ξέσπασμα της κρίσης η ελληνική κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς κατέστησαν σαφές ότι προτίθενται να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις. Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα πραγματοποίησε περικοπές στο 20% του ΑΕΠ και η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 1/5. Δεν υπάρχει τέτοιο προηγούμενο στην ΕΕ. Είναι ευρωπαϊκό ρεκόρ, το οποίο απαιτεί αναγνώριση. Δυστυχώς η τρόικα ποτέ δεν το κατάλαβε. Προσέγγισε την κατάσταση με οικονομετρικά και όχι πολιτικά κριτήρια».

Τέλος, ο κ. Χατζημαρκάκης εκτιμά ότι η Ελλάδα θα επιστρέψει στις αγορές το 2021 και όχι το 2014. «Η ελληνική κυβέρνηση έκανε λόγο για δύο χρόνια. Όμως ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε μίλησε για επιμήκυνση μέχρι το 2020 και όχι το 2014. Ρίχνοντας μια ματιά στην ελληνική ιστορία βλέπουμε ότι η χώρα ξεκίνησε τον απελευθερωτικό της αγώνα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1821. Ίσως 200 χρόνια μετά την επανάσταση, δηλαδή το 2021 η χώρα να επιστρέψει στις χρηματαγορές. Αυτό είναι το χρονικό διάστημα που χρειαζόμαστε. Και θα επιτύχουμε τους στόχους μας όχι μόνο με μέτρα λιτότητας, αλλά και με ταυτόχρονα μέτρα ενίσχυσης της ανάπτυξης».