Προτάσεις για τη βελτίωση της διαφάνειας και της προβλεψιμότητας των όρων εργασίας, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων κατέθεσε σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η πρόταση της Επιτροπής αφορά μια νέα οδηγία, η οποία συμπληρώνει και εκσυγχρονίζει τις υπάρχουσες υποχρεώσεις για την ενημέρωση κάθε εργαζομένου σχετικά με τους όρους εργασίας του. Επιπλέον, η πρόταση δημιουργεί νέα ελάχιστα πρότυπα, ώστε να διασφαλίζεται ότι όλοι οι εργαζόμενοι, μεταξύ των οποίων και όσοι εργάζονται με άτυπες συμβάσεις, επωφελούνται από μεγαλύτερη προβλεψιμότητα και σαφήνεια όσον αφορά τους όρους εργασίας τους.

«Η παρούσα πρόταση επιδιώκει τον συμβιβασμό μεταξύ, αφενός, της πιο ασφαλούς απασχόλησης στους υπάρχοντες και τους μελλοντικούς τύπους εργασιακών ρυθμίσεων και, αφετέρου, της ευελιξίας και της εξασφάλισης ίσων όρων ανταγωνισμού», δήλωσε σχετικά ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής αρμόδιος για το ευρώ και τον κοινωνικό διάλογο, Βάλντις Ντομπρόφσκις, συμπληρώνοντας ότι η πρόταση «σέβεται πλήρως τις εθνικές πρακτικές όσον αφορά τον κοινωνικό διάλογο, καθώς επιτρέπει στους κοινωνικούς εταίρους να υλοποιήσουν τις νέες ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με τους όρους εργασίας μέσω συλλογικών συμβάσεων».

Από την πλευρά της η επίτροπος Απασχόλησης, Μαριάνα Τάισεν, σχολίασε ότι «ο κόσμος της εργασίας αλλάζει γρήγορα, καθώς εμφανίζεται ένας αυξανόμενος αριθμός μη τυπικών θέσεων και συμβάσεων εργασίας», κάτι που σημαίνει ότι «όλο και περισσότεροι άνθρωποι διατρέχουν τον κίνδυνο να μην καλύπτονται πλέον από βασικά δικαιώματα, με πρώτο το δικαίωμα να γνωρίζουν τους όρους υπό τους οποίους εργάζονται». «Η αυξημένη διαφάνεια και η προβλεψιμότητα θα ωφελήσουν τόσο τους εργαζομένους όσο και τις επιχειρήσεις», επισήμανε.

Σε γενικές γραμμές, η Επιτροπή εκτιμά ότι, σε σύγκριση με την ισχύουσα νομοθεσία, δύο έως τρία εκατομμύρια επιπλέον εργαζόμενοι με άτυπες συμβάσεις θα καλυφθούν και θα προστατευθούν από την πρόταση. Παράλληλα, η πρόταση θεσπίζει επίσης μέτρα αποφυγής του διοικητικού φόρτου που βαρύνει τους εργοδότες, π.χ. δίνοντάς τους τη δυνατότητα να παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες ηλεκτρονικά. Ακόμα, οι νέοι κανόνες θα διαμορφώσουν ίσους όρους ανταγωνισμού για τις εταιρείες, έτσι ώστε οι εργοδότες να επωφελούνται από πιο θεμιτό ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά, με λιγότερα νομικά κενά.

Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή αποσκοπεί στο να μειώσει τον κίνδυνο ανεπαρκούς προστασίας των εργαζομένων με τους εξής τρόπους:

  • Ευθυγραμμίζοντας την έννοια του εργαζομένου με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με βάση τους ισχύοντες κανόνες, οι ορισμοί μπορεί να διαφέρουν, με αποτέλεσμα ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων να εξαιρούνται. Η οδηγία, χρησιμοποιώντας τον ορισμό του εργαζομένου από τη νομολογία του Δικαστηρίου, θα διασφαλίσει ότι καλύπτονται οι ίδιες ευρείες κατηγορίες εργαζομένων.
  • Εισάγοντας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας μορφές εργασίας που συχνά αποκλείονται σήμερα. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται οι οικιακοί βοηθοί, οι περιθωριακοί εργαζόμενοι σε μερική απασχόληση ή όσοι εργάζονται με ιδιαίτερα σύντομες συμβάσεις εργασίας, αλλά και οι νέες μορφές απασχόλησης, όπως οι κατά παραγγελία εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι βάσει δελτίου και οι εργαζόμενοι σε πλατφόρμες.
  • Εξασφαλίζοντας ότι οι εργαζόμενοι έχουν στη διάθεσή τους ένα επικαιροποιημένο και εκτενές πακέτο ενημέρωσης απευθείας από την πρώτη κιόλας ημέρα της απασχόλησής τους, και όχι δύο μήνες ύστερα από την ημερομηνία έναρξης της απασχόλησης, όπως ισχύει σήμερα.
  • Δημιουργώντας νέα ελάχιστα δικαιώματα, όπως π.χ. το δικαίωμα για μεγαλύτερη προβλεψιμότητα της εργασίας για όσους εργάζονται κυρίως με μεταβλητό ωράριο εργασίας, τη δυνατότητα οι εργαζόμενοι να αιτούνται τη μετάβαση σε πιο σταθερή μορφή απασχόλησης και να λαμβάνουν απάντηση γραπτώς, ή το δικαίωμα υποχρεωτικής κατάρτισης χωρίς μείωση του μισθού.

– Ενισχύοντας τα μέσα επιβολής της νομοθεσίας και την έννομη προστασία ως έσχατη λύση για την επίλυση πιθανών διαφωνιών, στην περίπτωση που δεν επαρκεί ο διάλογος.

Η πρόταση για τη νέα οδηγία θα πρέπει να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να εφαρμοστεί στα κράτη- μέλη, είτε μέσω νομοθεσίας είτε μέσω των συλλογικών συμβάσεων των κοινωνικών εταίρων. Οι κοινωνικοί εταίροι, καθώς αναγνωρίζουν πλήρως τη σημασία του κοινωνικού διαλόγου, θα έχουν τη δυνατότητα να προσαρμόζουν τα ελάχιστα δικαιώματα που προτείνονται από την οδηγία, εφόσον γίνεται σεβαστό το συνολικό επίπεδο προστασίας.