Η στέγαση μετατρέπεται με ταχύτητα σε έναν από τους πιο επώδυνους γρίφους της ελληνικής καθημερινότητας. Οι τιμές των ενοικίων σκαρφαλώνουν μήνα με τον μήνα, δημιουργώντας ένα ολοένα πιο αφιλόξενο περιβάλλον για χιλιάδες νοικοκυριά που πασχίζουν να εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή στέγη. Οι αυξήσεις είναι τόσο έντονες και διαρκείς που πλέον αναδύεται ο φόβος πως δεν πρόκειται απλώς για μία κρίση, αλλά για τα πρώτα στάδια μιας νέας φούσκας στην αγορά ακινήτων.
Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής καταγράφουν αύξηση στα ενοίκια κατά 10,9% τον Μάιο του 2025, την ώρα που ο γενικός δείκτης του κλάδου στέγασης αυξήθηκε κατά 6%. Οι αριθμοί επιβεβαιώνουν αυτό που οι πολίτες ήδη βιώνουν: η εύρεση στέγης έχει γίνει δυσβάστακτη, με την απόκτηση ή ενοικίαση κατοικίας να απομακρύνεται από τις δυνατότητες όλο και περισσότερων.
Η ελληνική κτηματαγορά, ύστερα από μία μακρά περίοδο ύφεσης και στασιμότητας, παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια έντονα σημάδια υπερθέρμανσης. Η ζήτηση — τόσο από Έλληνες όσο και από ξένους επενδυτές — ενισχύεται, την ώρα που η προσφορά παραμένει περιορισμένη, όχι μόνο λόγω περιορισμένων νέων κατασκευών, αλλά και λόγω της διατήρησης ενός σημαντικού αποθέματος κλειστών σπιτιών, τα οποία δεν επανεντάσσονται στην αγορά.
Ενοίκια ακόμη και 40% πάνω

Κατά την τελευταία τετραετία (2021–2025), τα ενοίκια αυξήθηκαν συνολικά κατά 21,5%, ενώ σε πολλές περιπτώσεις έχουν ξεπεράσει και το 40%. Ταυτόχρονα, η αύξηση των ανείσπρακτων ενοικίων κατά 23% μέσα στο 2024 καταδεικνύει τις αυξανόμενες δυσκολίες πληρωμής από πλευράς των ενοικιαστών.
Απέναντι σε αυτή τη συνθήκη, η κρατική παρέμβαση υπήρξε ως τώρα αποσπασματική. Το ετήσιο επίδομα ενός ενοικίου που εξαγγέλθηκε για κάθε Νοέμβριο δεν αλλάζει τη δομή του προβλήματος. Η ιδιοκατοίκηση φθίνει — από 84,6% το 2005, έχει υποχωρήσει στο 69,6% το 2023 — και η ενοικίαση μετατρέπεται πλέον σε οικονομικό άθλο.
Στην Αττική, η μέση τιμή ενοικίασης αγγίζει τα 12 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, ενώ ένα μικρό διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας φτάνει τα 583 ευρώ — τιμές που παραπέμπουν σε μητροπολιτικά κέντρα του εξωτερικού. Ταυτόχρονα, η απόφαση του ΣτΕ σχετικά με τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό έχει φρενάρει την έκδοση νέων οικοδομικών αδειών, δυσχεραίνοντας περαιτέρω την κατασκευαστική δραστηριότητα.
Εκτιμάται ότι περίπου 200.000 κατοικίες παραμένουν εκτός κυκλοφορίας, παρότι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως «βαλβίδα αποσυμπίεσης» στην αγορά. Η μη αξιοποίησή τους αποτελεί έναν από τους βασικούς μηχανισμούς ανατροφοδότησης της κρίσης — και πιθανώς της δημιουργίας φούσκας.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Κομισιόν προειδοποιεί ότι οι τιμές κατοικιών στην Ελλάδα είναι υπερτιμημένες κατά περίπου 20%, ενώ η μέση ετήσια αύξηση των τιμών την περίοδο 2020–2024 αγγίζει το 9,3%, έναντι 4,9% στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η Τράπεζα της Ελλάδος επιβεβαιώνει πως η αύξηση του κόστους στέγασης είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού περιορισμένης προσφοράς και αναζωπυρωμένης ζήτησης — ένα εκρηκτικό μείγμα.
Χωρίς ουσιαστικές παρεμβάσεις που θα απελευθερώσουν το απόθεμα των κλειστών κατοικιών και θα σταθεροποιήσουν την προσφορά, η αγορά κινδυνεύει να εισέλθει ξανά σε ένα φαύλο κύκλο υπερτίμησης. Και τότε, η «φούσκα» δεν θα είναι σενάριο — αλλά πραγματικότητα.