Μόνο για έναν μήνα, οι αδελφοί Λίμαν, ιδρυτές της τράπεζας που φέρει το όνομά τους η οποία επίσπευσε τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, επιστρέφουν στη Νέα Υόρκη και έχουν πολλά να πουν για τα ψεγάδια και τα προτερήματα του αμερικανικού καπιταλισμού.

Ο Χένρι, ο Εμάνουελ και ο Μάγερ Λίμαν είναι οι βασικοί χαρακτήρες του θεατρικού έργου που σκιαγραφεί τη διαδρομή των τριών αδελφών, εβραίων μεταναστών από τη Γερμανία και των παιδιών τους, η οποία άρχισε από μια μικρή χρηματιστηριακή εταιρία βαμβακιού στην Αλαμπάμα και εξελίχθηκε στον παγκοσμίως γνωστό χρηματοπιστωτικό κολοσσό, την επενδυτική τράπεζα Lehman Brothers, που επέζησε του εμφυλίου πολέμου και του χρηματιστηριακού κραχ του 1929 πριν από τη θεαματική της πτώχευση το 2008.

«Τhe Lehman Trilogy» (Η Τριλογία Λίμαν) που έκανε το ντεμπούτο της στο Παρίσι το 2013 πριν διασκευαστεί σχεδόν παντού στην Ευρώπη, ανεβαίνει για πρώτη φορά στις ΗΠΑ –έκανε πρεμιέρα στις 22 Μαρτίου– στο πολιτιστικό κέντρο Park Avenue Armory, στο Μανχάταν, σε μια εκδοχή στα αγγλικά που είχε ανεβεί νωρίτερα στο Λονδίνο.

Ο τόπος των παραστάσεων απέχει λίγους δρόμους από εκεί όπου ζούσαν δύο από τους αδελφούς Λίμαν, όπως και από εκεί όπου ήταν η έδρα του ομίλου τους.

Ο Βρετανός Σαμ Μέντες, βραβευμένος με ‘Οσκαρ σκηνοθέτης, που ζούσε στη Νέα Υόρκη το 2008, ανεβάζει το έργο για το αμερικανικό κοινό.

«Στο Λονδίνο, η παράσταση είχε ένα πιο εύθυμο ύφος», εξήγησε κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης στη Νέα Υόρκη. «Εδώ είμαστε πιο κοντά στο επίκεντρο της ιστορίας, κάτι που σημαίνει ότι εσείς το παίρνετε πιο σοβαρά, είστε πιο προσεκτικοί με τον τρόπο που συνδέετε τα πράγματα».

Η διασκευή δεν έχει παρά τρεις ηθοποιούς, τους Βρετανούς ‘Ανταμ Γκόντλι, Μπεν Μάιλς και Σάιμον Ράσελ Μπιλ, που υποδύονται τους τρεις αδελφούς αλλά και τους γιους τους, τους πελάτες, τους αντίζηλους, τις συζύγους. Το έργο έχει τρεις πράξεις και η διάρκειά του ξεπερνά τις τρεις ώρες.

Οι αδελφοί Λίμαν λειτουργούν υποκινούμενοι από την επιθυμία να έχουν μια καλύτερη ζωή, παρά από «τις σειρές των μηδενικών» στον τραπεζικό τους λογαριασμό, όπως λέει σε κάποια στιγμή του έργου ο Φίλιπ Λίμαν, γιος του Εμάνουελ.

Τη διασκευή του σεναρίου έκανε ο δραματουργός Μπεν Πάουερ από ένα κείμενο 400 σελίδων γραμμένο από τον ιταλό συγγραφέα Στέφανο Μασίνι. «Ορισμένες εκδοχές του θεατρικού έργου διαρκούσαν μερικές φορές δέκα ώρες, με πολύ πιο μεγάλα κάστινγκ», εξήγησε ο Πάουερ λέγοντας ότι καταλαβαίνει το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για τους Λίμαν. «Είναι μια ιστορία ευρωπαίων μεταναστών που ήρθαν στη χώρα για να οικοδομήσουν κάτι».

«Πωλητές χρήματος»

Η ιστορία αρχίζει το 1844 με την άφιξη στη Νέα Υόρκη του πρωτότοκου Hayum Lehmann που αλλάζει πολύ γρήγορα το όνομά του σε Henry Lehman πριν μετακομίσει στην Αλαμπάμα και ανοίξει εκεί ένα κατάστημα.

Η «Lehman Brothers» ιδρύθηκε μετά την άφιξη των δύο νεότερων αδελφών, το 1850, και εξαπλώνεται πολύ γρήγορα. Η εταιρία χρηματοδοτεί σιδηροδρόμους, νέες βιομηχανίες όπως η αεροναυπηγική αλλά και εταιρίες ψυχαγωγίας.

Οι προσπάθειες συμβάλλουν ώστε οι ΗΠΑ να γίνουν μια παγκόσμια δύναμη αλλά σιγά σιγά η εταιρία μπαίνει σε πιο επικίνδυνες τροχιές. «Είμαστε πωλητές χρήματος», δηλώνει ο Φίλιπ Λίμαν στον πατέρα του και τον θείο του Μάγερ, όταν παίρνει τον έλεγχο της επιχείρησης. «Χρησιμοποιούμε χρήμα για να βγάζουμε χρήμα».

Η αλόγιστη κερδοσκοπία δημιούργησε μια φούσκα που τελείωσε με το κραχ του 1929 — ένα γεγονός που προμηνύει την κρίση του 2008, και σημαδεύεται στο έργο με την αυτοκτονία των χρηματιστών που πέφτουν από τους τελευταίους ορόφους κτιρίων ή αυτοπυροβολούνται στο κεφάλι.

Σε άλλη σκηνή που προαναγγέλλει το μέλλον, ο Μπόμπι, ο γιος του Φίλιπ Λίμαν και τελευταίος της οικογένειας που διοικεί την τράπεζα, προσλαμβάνει τον Λούις Γκλάκσμαν για να στήσει ένα εμπορικό τμήμα που θα στεγάζεται εκτός της έδρας της επιχείρησης. «Κάνω τη βρώμικη δουλειά εκεί κάτω, μέσα στον υπόνομο», προειδοποιεί ο Γκλάκσμαν. «Ένα εμπορικό τμήμα θα σας φέρνει εκατομμύρια κάθε μέρα, αλλά δεν θα μπορείτε να τα επιδείξετε στο σαλόνι σας».

Σύμφωνα με τον Μπεν Πάουερ, «το θεατρικό έργο προσπαθεί να σκιαγραφήσει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι χάνουν τον έλεγχο αυτού που δημιουργούν. Υπήρχε μια κάποια ευπρέπεια στην αρχή. Οι επιχειρήσεις αυτές δημιουργήθηκαν με στόχο εν μέρει τον πλουτισμό και εν μέρει τη φιλανθρωπία. Στην πορεία εξελίχθηκαν φοβερά άσχημα και εμείς συνεχίζουμε να βιώνουμε τις συνέπειες.