Η ιστορική συμφωνία Ελλάδας – Γαλλίας για εγκαθίδρυση στρατηγικής εταιρικής σχέσης και συνεργασίας στους τομείς άμυνας και ασφάλειας είναι πολυεπίπεδα επωφελής για την πατρίδα μας, θωρακίζει τις Ένοπλες Δυνάμεις και προασπίζει τα εθνικά μας συμφέροντα.

Γράφει η Ελίζα Βόζεμπεργκ*

Η ελληνογαλλική συμφωνία εντάσσεται σε ένα ενισχυμένο και διευρυμένο πλέγμα στρατηγικών συνεργασιών, το οποίο μεθοδικά και συστηματικά οικοδομεί η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη κατά τα τελευταία δύο χρόνια με στόχο την ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος και την αναβάθμιση της γεωπολιτικής μας θέσης στον ευαίσθητο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου.  

Μέσα σε μόλις δύο χρόνια έχουμε υπογράψει συνολικά 106 διμερείς συμφωνίες και 39 πολυμερείς συμβάσεις, επιλύοντας χρονίζοντα ζητήματα ύψιστης σημασίας, όπως επί παραδείγματι η ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο.

Με την ελληνογαλλική συμφωνία οι Ένοπλες Δυνάμεις ενισχύονται σημαντικά, γιατί το Πολεμικό Ναυτικό μετά από χρόνια θα αποκτήσει καινούρια πλοία, που θα ανταποκρίνονται πλήρως τόσο στις αυξημένες επιχειρησιακές ανάγκες του στόλου όσο και στις σύγχρονες τεχνολογικές προδιαγραφές, ενώ η Πολεμική Αεροπορία θα αναβαθμιστεί με την προμήθεια των 24 μαχητικών Rafale. 

Η Ελλάδα και κατά το παρελθόν είχε προβεί σε σημαντικές αγορές οπλικών συστημάτων, όμως για πρώτη φορά πέτυχε μία ρητή και κατηγορηματική ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής, η οποία προφανώς είναι υπέρ της πατρίδας μας, όταν το αντισυμβαλλόμενο μέρος διαθέτει τον ισχυρότερο στρατό της Ευρώπης, αποτελεί τη μοναδική ευρωπαϊκή πυρηνική δύναμη και είναι η μόνη χώρα της ΕΕ, η οποία  συμμετέχει ως μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. 

Μάλιστα μετά την κύρωση της ελληνογαλλικής συμφωνίας από τη Βουλή, η επικείμενη υπογραφή της ανανεωμένης Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) με τις ΗΠΑ δείχνει ότι η Ελλάδα αναπτύσσει με επιτυχία κρίσιμες στρατηγικές συνεργασίες και συμμαχίες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Οι ΗΠΑ φαίνεται ότι αντιμετωπίζουν θετικά τόσο την ελληνογαλλική συμφωνία όσο και την ενίσχυση του ρόλου της χώρας μας στην ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς τάσσονται υπέρ της συνεργασίας των συμμάχων τους σε μια ευρύτερη περιοχή, από την οποία τα αμερικανικά στρατεύματα σταδιακά αποχωρούν. 

Περαιτέρω, μία ακόμη σημαντική διάσταση της συμφωνίας είναι ότι μπορεί να λειτουργήσει ως η αρχή για τη σύσφιγξη της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και ως “πρόπλασμα για τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης”, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στη Βουλή ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. 

Η Αξιωματική Αντιπολίτευση, ως κόμμα εξουσίας, θα περίμενε κανείς ότι παρά τις ενστάσεις που προέβαλε, θα ψήφιζε αυτήν την ιστορική και εξαιρετικά επωφελή για τη χώρα μας συμφωνία. Όμως για μία ακόμη φορά ο ΣΥΡΙΖΑ απεδείχθη κατώτερος των περιστάσεων και έμεινε δέσμιος του «όχι σε όλα» με μια στείρα μικροκομματική  προσέγγιση.  

Η επίκληση από τον ΣΥΡΙΖΑ της μη κάλυψης των θαλασσίων ζωνών από τη συμφωνία ήταν προδήλως προσχηματική, δοθέντος ότι σε καμία αντίστοιχη συμφωνία δεν υφίσταται ρητή αναφορά σε υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ. 

Το ίδιο ισχύει για τις ενστάσεις περί του τιμήματος, αφού η Ελλάδα θα αποκτήσει τα πιο σύγχρονα πλοία, στην καλύτερη τιμή και στο συντομότερο χρόνο παράδοσης, εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία που παρουσιάστηκε μετά την ακύρωση της παραγγελίας των γαλλικών υποβρυχίων από την Αυστραλία.  

Εξίσου προσχηματική ήταν η επίκληση του κινδύνου εμπλοκής ελληνικών στρατευμάτων στο Σαχέλ, καθώς στο άρθρο 2 της συμφωνίας ένοπλη εμπλοκή προβλέπεται μόνο εάν απειληθεί η επικράτεια μιας εκ των δύο χωρών και είναι τελείως διαφορετικό το ζήτημα των “κοινών δραστηριοτήτων” του άρθρου 18, στις οποίες εμπίπτει μεν η επιχείρηση στο Σαχέλ, όμως η Ελλάδα δεν έχει συμφωνήσει να συμμετάσχει σε αυτήν. 

Όμως σε μία τόσο κρίσιμη συγκυρία για τη χώρα μας και εν μέσω έξαρσης της τουρκικής προκλητικότητας το εθνικό συμφέρον θα έπρεπε να ξεπερνά τις κομματικές παρωπίδες, γιατί απέναντι σε μία ιστορική συμφωνία είναι ιστορικές και οι ευθύνες.  

* Η Ελίζα Βόζεμπεργκ είναι ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας