Είναι η τρομαχτική στιγμή που καταγράφηκε από την κάμερα σώματος, κατά την οποία μια αστυνομικός του Ντένβερ στις ΗΠΑ πυροβόλησε θανάσιμα έναν άνδρα που προσποιούνταν ότι της επιτίθεται με μαχαίρι, ενώ ένα μικρό παιδί στέκεται μόλις λίγα μέτρα μακριά. Το βίντεο που κυκλοφόρησε πρόσφατα δείχνει τους αστυνομικούς να φωνάζουν επανειλημμένα στον 36χρονο Μπράντον Κόουλ, ο οποίος προσποιείται ότι έχει όπλο, το οποίο αργότερα αποδείχθηκε ότι ήταν ένας μαύρος μαρκαδόρος.

Η θανατηφόρα επίθεση έλαβε χώρα μπροστά στα μάτια της συζύγου και του γιού του Κόουλ, καθώς και μιας γυναίκας και ενός παιδιού που περνούσαν δίπλα από τη γυναίκα αστυνομικό που σημαδεύει με το όπλο της τον ύποπτο και του φωνάζει να δείξει τα χέρια του. «Κουνηθείτε! Κουνήσου!» φωνάζει η αστυνομικός στη γυναίκα και το παιδί – οι οποίοι φαίνεται να παγώνουν καθώς ο Κόουλ περνάει από δίπλα τους.

Η αστυνομικός πυροβολεί, καθώς ο Κόουλ ορμάει προς το μέρος της αφού δέχεται ηλεκτροσόκ. Το παιδί φαίνεται να στέκεται ακριβώς πίσω του, όταν το σώμα του πέφτει στο έδαφος. Η γυναίκα και το παιδί – και οι δύο σώοι – παραμένουν παγωμένοι κοιτάζοντας τον Κόουλ να κείτεται με αίματα στο έδαφος, καθώς ο αστυνομικός λέει στον ασύρματο: «Έπεσαν πυροβολισμοί».

Ο αρχηγός της αστυνομίας του Ντένβερ, Ρον Τόμας, δήλωσε ότι η αξιωματικός δεν είχε άλλη επιλογή από το να πυροβολήσει και, πιθανότατα, δεν είδε την γυναίκα και το παιδί που στεκόταν πίσω του, όπως αναφέρεται στο nypost.com. «Μπορείτε να δείτε στο βίντεο ότι όταν τελικά αναπτύσσει το υπηρεσιακό της όπλο, το άτομο είναι τόσο κοντά της που η θέα του μικρού παιδιού και του άλλου ατόμου δεν είναι καν ξεκάθαρη γι’ αυτήν», δήλωσε ο Thomas. «Δεν υπήρχε πολύς χρόνος για να δράσει πριν της επιτεθεί το άτομο αυτό».

Το υλικό από την κάμερα σώματος ξεκινάει με τη στιγμή που δύο αστυνομικοί έφτασαν στο σημείο μετά από κλήση για ενδοοικογενειακή βία με θύτη τον Μπράντον Κόουλ, η οποία έγινε όταν ένα άτομο ισχυρίστηκε ότι ο Κόουλ έσπρωξε τη σύζυγό του από το αναπηρικό καροτσάκι της και «κυνηγούσε» τον γιο του πριν φτάσουν οι αστυνομικοί. Η σύζυγός του, η οποία φαίνεται να έχει πέσει από το αναπηρικό καροτσάκι της και να βρίσκεται στο πεζοδρόμιο δίπλα στον γιο της, ζητά αμέσως από τους αστυνομικούς να μην σημαδέψουν με όπλο τον σύζυγό της, με τη γυναίκα αστυνομικό να τη ρωτά αν χρειάζεται ιατρική βοήθεια.

Διακόπτοντας τη συζήτησή τους, ο Κόουλ βγαίνει από το αυτοκίνητό του, χτυπάει την πόρτα και αρχίζει να παίρνει «επιθετική στάση», ενώ χλευάζει τους δύο αστυνομικούς, οι οποίοι τον προειδοποιούν να μείνει ακίνητος, καθώς η σύζυγός του του φωνάζει, σύμφωνα με την αστυνομία. «Βγάλτε το έξω! Πάμε», φωνάζει ο Κόουλ στους αστυνομικούς ενώ φαίνεται να αρπάζει κάτι από την πίσω τσέπη του.

Τόσο η σύζυγός του όσο και οι αστυνομικοί του φωνάζουν να μείνει ακίνητος, με τη γυναίκα αστυνομικό να τον παρακαλεί: «Μπράντον! Κοίταξέ με! Σταμάτα!».

Τότε είναι που η περαστική γυναίκα με το παιδί μπαίνουν στο κάδρο. Ο Κόουλ ορμάει εναντίον τους πριν οι αστυνομικοί τον πυροβολήσουν με τέιζερ, με τη γυναίκα αστυνομικό να τον προτρέπει και πάλι να σταματήσει. Ο Κόουλ φαίνεται να αγνοεί το ηλεκτροσόκ και τρέχει κατευθείαν προς το μέρος της με ένα αντικείμενο στο χέρι του, με την αστυνομικό να φωνάζει «Μη!» άλλη μια φορά πριν πυροβολήσει, με την γυναίκα και το παιδί να βρίσκονται λίγα βήματα πίσω του.

Το βίντεο τελειώνει με τη σύζυγο του Κόουλ να ουρλιάζει στο βάθος, καθώς η αστυνομικός αναφέρει τους πυροβολισμούς. Αν και οι αστυνομικοί που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος μετέδωσαν στον ασύρματο ότι πίστευαν ότι ο Κόουλ κρατούσε μαχαίρι, η αστυνομία διαπίστωσε ότι στην πραγματικότητα ήταν απλώς ένας μαύρος μαρκαδόρος, τον οποίο κρατούσε «με απειλητικό τρόπο».

Ο πυροβολισμός ερευνάται από το γραφείο του εισαγγελέα του Ντένβερ, το οποίο θα καθορίσει αν η αστυνομικός ενήργησε νόμιμα όταν πυροβόλησε εναντίον του Κόουλ.