«Περισσότερα προβλήματα, περισσότερα χρήματα, περισσότερα όπλα». Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα τελευταία στοιχεία για τους διεθνείς στρατιωτικούς εξοπλισμούς που δημοσιεύθηκαν τη Δευτέρα (24 Απριλίου) από το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), ενός εκ των κορυφαίων think tank στον κόσμο για την παγκόσμια ασφάλεια.

Για το 2022 η έρευνα κατέγραψε ένα εντυπωσιακό άλμα 3,7% στις ετήσιες παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες. Πρόκειται για ιστορικό υψηλό, σηματοδοτώντας την είσοδο σε μια νέα ψυχροπολεμική περίοδο. Σε όλο τον κόσμο οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες άγγιξαν το 2022 τα 2,24 τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή το 2,2% του παγκόσμιου ΑΕΠ.

Το ρεκόρ στις πωλήσεις όπλων φαίνεται, σύμφωνα με τους αναλυτές, να οφείλεται στη ρωσική εισβολή, τις εντάσεις στην ανατολική Ασία, στον παγκόσμιο πληθωρισμό, αλλά και στην κούρσα εξοπλισμών μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Τα στοιχεία κρύβουν και πολλές «παγίδες», που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή στο πλαίσιο ανάλυσης της στρατιωτικής ισχύος κάθε χώρας.  

«Ανεξάρτητα από το εάν οι οικονομίες πάνε καλύτερα ή χειρότερα από το αναμενόμενο, είναι γεγονός πως για τις αγορές όπλων καταναλώνονται όλο και περισσότεροι πόροι σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια», δήλωσε στη Deutsche Welle, ο Ναν Τιάν, εκ των ανώτερων ερευνητών του SIPRI, που συμμετείχε στη σύνταξη της ετήσιας έκθεσης.

Εκτόξευση στην Ευρώπη

Για όσους παρακολουθούν τις παγκόσμιες εξελίξεις, η μεγάλη αύξηση στις αμυντικές δαπάνες το 2022 δεν αποτελεί έκπληξη. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία «έσπρωξε» τις ευρωπαϊκές χώρες στην μεγάλη ενίσχυση των στρατιωτικών προϋπολογισμών τους. Από την έναρξη του πολέμου, η μία χώρα μετά την άλλη έχουν ανακοινώσει νέες αγορές όπλων. Τον περασμένο μήνα, μια άλλη έκθεση του SIPRI, αποκάλυπτε ότι οι εισαγωγές όπλων στην Ευρώπη είχαν σχεδόν διπλασιαστεί (+93%) το 2022, κυρίως λόγω των μαζικών παραδόσεων στην Ουκρανία, η οποία μετατράπηκε στον τρίτο κυριότερο προορισμό στρατιωτικών εξοπλισμών στον κόσμο.

Οι αμυντικές δαπάνες των χωρών μελών του ΝΑΤΟ είχαν ήδη πάρει την ανηφόρα από το 2014, όταν ξέσπασε η πρώτη ουκρανική κρίση με την ανατροπή του φιλορώσου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, τις εμφύλιες συγκρούσεις και τελικά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία. Ήταν τότε που ξεκίνησε και η υποστήριξη από τη Μόσχα των αυτονομιστών στο ανατολικό τμήμα της χώρας, ενώ οι χώρες μέλη του ΝΑΤΟ συμφώνησαν να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ έως το 2024. Το 2022, οι στρατιωτικές δαπάνες των μελών του ΝΑΤΟ ανήλθαν συνολικά σε 1,232 τρισεκατομμύρια δολάρια, 0,9% υψηλότερες από το 2021.

«Για πολλές ευρωπαϊκές χώρες το θέμα είναι να ενισχύσουν όλες τις πτυχές της άμυνάς τους (σ.σ. μεταξύ αυτών και της κυβερνοασφάλειας). Οι υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες αντανακλούν την πρόθεση αναχαίτισης της Ρωσίας», υπογραμμίζει ο ερευνητής του SIPRI Ναν Τιάν.

Οι χώρες της γηραιάς ηπείρου, αφού αφαιρεθεί ο πληθωρισμός, δαπάνησαν 13% μεγαλύτερο ποσό για στρατιωτικές δαπάνες το 2022, αγγίζοντας τα 480 δισεκ. δολάρια το 2022, ενώ ήδη είχαν αυξηθεί κατά το ένα τρίτο την τελευταία δεκαετία. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση εδώ και πάνω από 30 χρόνια, επιστρέφοντας σε επίπεδα ψυχροπολεμικής περιόδου. «Πρόκειται για ένα επίπεδο που δεν είχαμε δει ποτέ από το τέλος του ψυχρού πολέμου», υπογραμμίζει ο Ναν Τιάν.  

Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα παραδείγματα είναι η Γερμανία, η οποία μετά τη ρωσική εισβολή ανακοίνωσε ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα μαμούθ ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για τα επόμενα πέντε χρόνια. Πρόκειται για μια απόφαση που ανέτρεψε ένα κυρίαρχο δόγμα δεκαετιών, το οποίο προέβλεπε περιορισμένους αμυντικούς προϋπολογισμούς. Αξίζει να σημειωθεί πως το εν λόγω πρόγραμμα δεν περιλαμβάνεται στα στοιχεία του SIPRI, καθώς κανένα ποσό δεν έχει δαπανηθεί ακόμα. Η Γερμανία είναι και από τις χώρες που δεν έχουν πιάσει ακόμα το στόχο του 2% του ΝΑΤΟ, κάτι ωστόσο που εκτιμάται πως θα συμβεί τα επόμενα χρόνια.

Τεράστιες ήταν οι αυξήσεις σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, οι κυβερνήσεις των οποίων ενέκριναν πολυετή σχέδια για την ενίσχυση των στρατιωτικών δαπανών και όπως υπογραμμίζει ο Ντιέγκο Λόπες Ντα Σίλβα, Ανώτερος Ερευνητής στο Πρόγραμμα Στρατιωτικών Δαπανών και Παραγωγής Όπλων του SIPRI, η τάση δείχνει πως οι αυξήσεις θα συνεχιστούν τα επόμενα χρόνια. Ορισμένες από τις πιο απότομες αυξήσεις σημειώθηκαν στη Φινλανδία (+36%), στη Λιθουανία (+27%), στη Σουηδία (+12%) και στην Πολωνία (+11%).

Μια δεύτερη ματιά στα στοιχεία

Κάτι που θα πρέπει να επισημανθεί στην ανάγνωση των στοιχείων του SIPRI είναι πως αυτά καλύπτουν ένα ευρύτερο πεδίο δαπανών. Για παράδειγμα οι στρατοί και οι υπηρεσίες ασφαλείας κάθε χώρας απασχολούν εκατοντάδες χιλιάδες πολιτικό και στρατιωτικό προσωπικό, με ένα μεγάλο μισθολογικό και λειτουργικό κόστος, στο οποίο θα πρέπει να συνυπολογίζεται και ο υψηλός πληθωρισμός της περιόδου. Το κόστος αυξάνεται ακόμη περισσότερο όταν ο στρατός δραστηριοποιείται σε περιοχές μακριά από τη χώρα, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις των ΗΠΑ.

Επομένως η αύξηση των δαπανών και τα τεράστια ποσά των στρατιωτικών προϋπολογισμών δεν μεταφράζονται απαραίτητα σε περισσότερα όπλα και σε ισχύ. Επίσης ένας μέρος των αυξήσεων που καταγράφονται σε κάποιες χώρες οφείλεται και στην υποστήριξη που παρείχαν στην Ουκρανία, ώστε να αντιμετωπίσει τη ρωσική εισβολή. Μόνο οι ΗΠΑ, βάσει στοιχείων, έχουν προσφέρει στρατιωτικό εξοπλισμό ύψους 47 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Σε κάθε περίπτωση, αν και το τμήμα των δαπανών που πηγαίνει απευθείας σε όπλα είναι σε ένα βαθμό δύσκολο να εκτιμηθεί, είναι αδιαμφισβήτητο πως η βιομηχανία όπλων ανθεί και η ζήτηση έχει αυξηθεί. Ακόμη θα πρέπει πάντα να συνυπολογίζεται και το «φαινόμενο της υστέρησης», όπως εξηγεί ο ερευνητής Ναν Τιάν. Κάποια οπλικά συστήματα χρειάζονται χρόνο για να αναπτυχθούν, να ολοκληρωθεί η προμήθειά τους και εν τέλει να τεθούν σε λειτουργία. Επίσης ορισμένες δαπάνες αφορούν εκσυγχρονισμό των ήδη υπαρχόντων συστημάτων, ενώ κάποιες αλματώδεις αυξήσεις, όπως για παράδειγμα της Φινλανδίας, οφείλονται στην αγορά πανάκριβων σύγχρονων οπλικών συστημάτων, όπως τα αμερικανικά F35.

Η παγκόσμια λίστα

Και το 2022, όπως εδώ και αρκετά χρόνια, οι ΗΠΑ παρέμειναν στην κορυφή της λίστας με τις στρατιωτικές δαπάνες, οι οποίες ανήλθαν σε 877 δισεκατομμύρια δολάρια. Πρόκειται για ένα ποσό το οποίο αντιπροσωπεύει το 39% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, ενώ μαζί με την Κίνα και τη Ρωσία αντιπροσωπεύουν το 56%. Ωστόσο οι αμερικανικές δαπάνες είναι χαμηλότερες ως ποσοστό του ΑΕΠ από εκείνες του 2013 και απέχουν αρκετά από τα υψηλά επίπεδα που καταγράφονταν κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, όταν άγγιζαν ακόμα και το 10% του ΑΕΠ.

Όμως ο Ναν Τιάν εκτιμά πως αυτά τα ποσά επιτρέπουν ακόμη στις ΗΠΑ «να υπερασπίζονται μέχρι σήμερα την επιρροή τους σε όλο τον κόσμο», όπως καμία άλλη χώρα δεν μπορεί να το πράξει. Επιμέρους, το 2022 οι ΗΠΑ διέθεσαν 295 δισεκατομμύρια δολάρια για στρατιωτικές επιχειρήσεις και συντήρηση, 264 δισεκατομμύρια δολάρια για προμήθειες, έρευνα και ανάπτυξη και 167 δισεκατομμύρια δολάρια για το στρατιωτικό προσωπικό.

Πίνακας από τη Deutsche Welle με βάση τα στοιχεία του SIPRI

Δεύτερη στη λίστα παγκοσμίως βρίσκεται η Κίνα με 292 δισεκατομμύρια δολάρια, απέχοντας παρασάγγας από τις ΗΠΑ. Όμως πολλοί αμερικανοί αξιωματούχοι, αλλά και αναλυτές ασφαλείας προειδοποιούν ότι η Κίνα αποκτά αργά, αλλά σταθερά ένα στρατιωτικό πλεονέκτημα. Η προειδοποίηση σχετίζεται ενδεχομένως και με το που δαπανώνται τα χρήματα. Την ώρα που η Κίνα επικεντρώνεται σε μαζικές επενδύσεις, ιδιαίτερα στις ναυτικές δυνάμεις, με στόχο την ενίσχυση της επιρροής της στον Ειρηνικό, αλλά και στη Νότια Σινική Θάλασσα, οι ΗΠΑ σκοπεύουν να διατηρήσουν, όπως όλα δείχνουν, την επιρροή τους σε ολόκληρο τον πλανήτη, παραμένοντας σταθερές στη γραμμή που επέλεξαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Την πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν η Ρωσία με 86,4 δισεκατομμύρια δολάρια, η Ινδία με 81,4 δισεκατομμύρια και η Σαουδική Αραβία με 75 δισεκατομμύρια. Ακολουθούν η Βρετανία, η Γερμανία, η Γαλλία, η Νότια Κορέα, η Ιαπωνία, η Ουκρανία, η Ιταλία, η Αυστραλία, ο Καναδάς και το Ισραήλ.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία

Για τη Ρωσία η αύξηση εκτιμάται σε περίπου 86,4 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό ισοδυναμεί με 4,1% του ΑΕΠ το 2022, από 3,7% του ΑΕΠ το 2021. Τα στοιχεία που δημοσίευσε η Ρωσία στα τέλη του 2022 δείχνουν ότι οι δαπάνες για την εθνική άμυνα ήταν ήδη 34% υψηλότερες, σε ονομαστικούς όρους, σε σχέση με τον αρχικό προϋπολογισμό. «Η διαφορά μεταξύ των δημοσιονομικών σχεδίων της Ρωσίας και των πραγματικών στρατιωτικών της δαπανών το 2022 υποδηλώνει ότι η εισβολή στην Ουκρανία κόστισε στη Ρωσία πολύ περισσότερο από ό,τι περίμενε», δήλωσε η Δρ Λούσι Μπιγό Σιντρό, Διευθύντρια του Προγράμματος Στρατιωτικών Δαπανών και Παραγωγής Όπλων του SIPRI.

Στο αντίπαλο στρατόπεδο, οι στρατιωτικές δαπάνες της Ουκρανίας έφτασαν τα 44 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022. Πρόκειται για αύξηση 640%, η υψηλότερη ετήσια αύξηση των στρατιωτικών δαπανών μιας χώρας που καταγράφηκε ποτέ στα στοιχεία του SIPRI. Ως αποτέλεσμα της αύξησης και των ζημιών που σχετίζονται με τον πόλεμο στην οικονομία της Ουκρανίας, το στρατιωτικό βάρος (στρατιωτικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ) εκτοξεύτηκε στο 34% του ΑΕΠ το 2022, από 3,2% το 2021.