Το 2004 προβλήθηκε στους κινηματογράφους η χολιγουντιανή ταινία «The day after tommorow» ο ελληνικός τίτλος της οποίας ήταν «Μετά την επόμενη ημέρα». Μετά από 16 ολόκληρα χρόνια ο πλανήτης ζει μια κατάσταση η οποία εύκολα θα μπορούσε να αποτυπωθεί με τον τίτλο της προαναφερόμενης ταινίας.

Οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ έγιναν την περασμένη Τρίτη, ωστόσο, ακόμα και σήμερα έστω και αν τελικά με τα… χίλια ζόρια ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν κατάφερε να εξασφαλίσει τον μαγικό αριθμό των 270 εκλεκτόρων που του ανοίγει την πόρτα του Λευκού Οίκου, κανείς δεν μπορεί να ξέρει πώς θα διαμορφωθεί η κατάσταση μέχρι τις 7 Ιανουαρίου όποτε και θα γίνει η ορκωμοσία του επόμενου πλανητάρχη.

Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι από τους ανθρώπους που θα αποδεχθούν την ήττα τους τόσο εύκολα και έτσι αναμένεται πως το συγκεκριμένο σήριαλ να έχει κάμποσα επεισόδια ακόμα.

Το θέμα, ωστόσο, είναι πως αφενός μιλάμε για μια χώρα βαθιά διχασμένη (πολλοί την φέρνουν ακόμα και στα όρια του εμφυλίου πολέμου) και αφετέρου για μια υπερδύναμη που πέρα από τα εσωτερικά της θέματα έχει και πλείστα όσα εξωτερικά που, με τον ένα ή τον άλλο, τρόπο, καθορίζουν τις ζωές πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, ανεξάρτητα από το ποιος θα είναι τελικά ο ένοικος του Λευκού Οίκου το «μετά της επόμενης ημέρας» γίνεται εξαιρετικά κρίσιμο.

Μια χώρα βαθιά διχασμένη στα όρια του εμφυλίου

Από τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και έπειτα οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν βυθιστεί σε μια κατάσταση που πολλοί αναλυτές ανά τον κόσμο χαρακτηρίζουν ως πρελούδιο εμφυλίου.

Η αστυνομική βία (κυρίως) σε βάρος αφροαμερικανών έχει δημιουργήσει ένα εκρηκτικό περιβάλλον το οποίο επιδεινώθηκε με την πολωτική προεκλογική εκστρατεία.

Η αμερικανική κοινωνία είναι βαθιά διχασμένη και δεν χάνει ευκαιρία να το δείχνει. Ακόμα και την περασμένη Πέμπτη, δυο ημέρες μετά τις εκλογές, πραγματοποιήθηκαν μεγάλες και οργισμένες διαδηλώσεις που αποδείκνυαν αυτό ακριβώς: Από τη μια, οπλισμένοι οπαδοί του Τραμπ έξω από εκλογικά κέντρα να απαιτούν να σταματήσει η διαδικασία της καταμέτρησης των ψηφοδελτίων, και από την άλλη οπαδοί του Μπάιντεν (και όχι μόνο) να απαιτούν να μετρηθεί μέχρι και η τελευταία ψήφος.

Όλα αυτά έχουν αφήσει βαθιές τομές στο σώμα της κοινωνίας και εκείνος που θα είναι ένοικος στο Λευκό Οίκο στις 7 Ιανουαρίου 2021 θα πρέπει να έχει το «φάρμακο» για να επουλωθούν. Σε διαφορετική περίπτωση, όπως επισημαίνουν πολλοί διεθνείς αναλυτές, τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί και η κοινωνική ειρήνη από το απόλυτο χάος, φαίνεται πως απέχει πλέον ελάχιστα.

Η εκτελεστική, η νομοθετική και η δικαστική εξουσία θα κληθούν άμεσα να αφήσουν πίσω τα πολλά λόγια και να προβούν σε πράξεις, συμβολικές και ουσιαστικές. Θα πρέπει να λάβουν αποφάσεις που θα διασφαλίζουν ότι οι Αμερικανοί δεν βρίσκονται φυλετικά, εθνοτικά και θρησκευτικά, σε σύγκρουση μεταξύ τους.

Η εσωτερική ατζέντα

Και αφού ο επόμενος πλανητάρχης θα έχει ξεπεράσει τον μεγαλύτερο από τους κινδύνους που θα αντιμετωπίσει την πρώτη ημέρα στο οβάλ γραφείο θα πρέπει να επικεντρωθεί στην εσωτερική ατζέντα.

Τα προβλήματα εδώ είναι πολλά και μπορούν να επηρεάσουν άμεσα ή έμμεσα και το κεφάλαιο του εθνικού και κοινωνικού διχασμού. Σε περίπτωση που οριστικοποιηθεί η εκλογή του Μπάιντεν τότε αυτός θα πρέπει να αφήσει στην άκρη οριστικά την αντι-Τραμπ ρητορική και να περάσει στην εφαρμογή του προγράμματός του, το οποίο η αλήθεια είναι πως δεν ανέλυσε τόσο διεξοδικά όσο θα περίμενε κάποιος.

Στις ΗΠΑ είναι ανοιχτή πληγή το σύστημα υγείας και της υγειονομικής περίθαλψης. Το Obamacare είναι ένα σχέδιο που χτυπήθηκε από τον Τραμπ αλλά ο Τζο Μπάιντεν θα ήθελε να το εφαρμόσει έστω και με κάποιες μικρές αλλαγές στη λογική της παροχής περίθαλψης με πιο ανεκτό κόστος για τους πολίτες (το οποίο θα επιβαρύνει από 300 δισ. έως 1 τρισ. δολάρια τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό) και με χαμηλότερο κόστος στα φάρμακα, ενδεχομένως και μηδενικό.

Το κομμάτι των εργασιακών σχέσεων σε μια χώρα 350 εκατομμυρίων κατοίκων και πολλών εκατομμυρίων ανέργων ή επισφαλώς εργαζομένων είναι ένα ακόμα ισχυρό αγκάθι.

Αν μέσω της δικαστικής οδού ο Τραμπ μπει και πάλι στον Λευκό Οίκο (κάτι που πιθανότατα δεν πρόκειται να συμβεί) λογικά θα συνεχίσει την ίδια πολιτική. Αν, όμως, στις 7 Ιανουαρίου 2021 νέος πλανητάρχης είναι τελικά όπως όλα δείχνουν ο Τζο Μπάιντεν τότε θα πρέπει να αναμένονται αλλαγές στην υφιστάμενη πολιτική. Το ζήτημα, ωστόσο, είναι πως ο Μπάιντεν το πιθανότερο είναι πως θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια εχθρική Γερουσία με δεδομένο πως αυτή φαίνεται να καταλήγει στους Ρεπουμπλικάνους.

Ήδη η πρώτη κόντρα ανάμεσα στον Μπάιντεν και την «κόκκινη» Γερουσία έχει φανεί και δεν είναι άλλη από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα όπου ο υποψήφιος των Δημοκρατικών είπε πως την πρώτη κιόλας ημέρα της προεδρικής του θητείας θα επανεντάξει τις ΗΠΑ ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές δηλώνουν αποφασισμένοι να μην την αφήσουν να περάσει!

Παράλληλα, η οικονομία αλλά και η διαχείριση της πανδημίας του κορονοϊού μέχρι να βρεθεί το εμβόλιο είναι δυο εξίσου σημαντικά «στοιχήματα».

Ειδικά στο κομμάτι της οικονομίας και αν πάρουμε ως δεδομένο πως αυτό που προέκυψε από τις κάλπες δεν θα ανατραπεί στις δικαστικές αίθουσες, οι Δημοκρατικοί έχουν προχωρήσει στην εκπόνηση ενός σχεδίου ανάπτυξης με έμφαση στα έργα υποδομών που περιέχει πολλές επενδύσεις στην «πράσινη οικονομία», αρχικού προϋπολογισμού μεταξύ 1,5 και 2 τρισ. δολαρίων. Ο ελάχιστος μισθός θα αυξηθεί στα 15 δολάρια την ώρα –με εκτιμώμενο κόστος 70 δισ. δολάρια- και παράλληλα θα αυξηθούν τα οικογενειακά επιδόματα και τα δάνεια προς φοιτητές, συνολική δαπάνη που μπορεί να φθάσει τα 600 δισ. δολάρια.

Τα επιδόματα αναμένεται να χρηματοδοτηθούν κυρίως από την αύξηση της φορολογίας και θα εξαρτηθούν από την δύναμη που θα έχουν οι Δημοκρατικοί στο Κογκρέσο (που είναι το νομοθετικό όργανο) αλλά και την πορεία της οικονομίας. Η φορολογία των επιχειρήσεων θα επιστρέψει στο 28% από 21% και ο μέγιστος ατομικός φορολογικός συντελεστής στο 39,6% από 31% ενώ περιέχονται και άλλες αυξήσεις σε φόρους που αφορούν τις υπεραξίες και τα κέρδη από θυγατρικές στο εξωτερικό με στόχο την αύξηση των εσόδων στα 4 τρισ. δολάρια.

Η εξωτερική ατζέντα και η Ελλάδα

Και αν στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών τα μέτωπα είναι πολλά και σημαντικά, στο εξωτερικό μέτωπο γίνεται πραγματικά ένας… χαμός!

Όπως αναφέρθηκε και πριν σε περίπτωση που ο Τραμπ καταφέρει να ξαναμπεί στο Λευκό Οίκο μέσω των δικαστηρίων, η πολιτική που θα ακολουθήσει είναι γνωστή και μάλλον δεν θα πρέπει να περιμένουμε κάποια εντυπωσιακή αλλαγή. Ίσα ίσα, θα μπορούσε να πει κάποιος, το πιθανότερο είναι πως θα παραμείνει εξίσου… χαοτική.

Αν σε περίπου 70 ημέρες από σήμερα, ωστόσο, αυτός που θα κάθεται στο Οβάλ γραφείο είναι ο Τζο Μπάιντεν τότε πολλά πράγματα από αυτά που τώρα θεωρούμε δεδομένα είναι εξαιρετικά πιθανό να αλλάξουν.

Ένα από αυτά αφορά και την Ελλάδα καθώς έχει να κάνει με την Τουρκία και τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Σε αντίθεση με τον Τραμπ ο Μπάιντεν αναμένεται να τηρήσει μια πιο σκληρή γραμμή απέναντι στον «Σουλτάνο». Ορισμένοι αναλυτές, μάλιστα, λένε πως στη σκακιέρα της διπλωματίας δεν αποκλείεται ο Μπάιντεν να κάνει κίνηση και να συνταχθεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση (σε περίπτωση που οι ηγέτες της αποφασίσουν να επιβάλουν κυρώσεις στην Άγκυρα) προκειμένου να αρχίσει να διορθώνει τις σχέσεις μαζί της.

Πέρα από την αποκατάσταση των σχέσεων με τους Ευρωπαίους, ωστόσο, πολλοί αναλυτές θεωρούν πως είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο πως η νέα κυβέρνηση θα θέλει να έχει πιο ενεργό ρόλο σε όσα συμβαίνουν στην Ανατολική Μεσόγειο και δεν αποκλείουν να υπάρχουν άμεσα πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση.

Από εκεί και πέρα, ωστόσο, βρίσκονται οι πάντα τεταμένες σχέσεις με τη Ρωσία αλλά και η οικονομική κόντρα μεταξύ γιγάντων με την Κίνα η οποία ειδικά τα τελευταία δυο χρόνια δείχνει να έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και να επαπειλούνται παγκόσμιες συνέπειες σε περίπτωση που εκτραχυνθούν περαιτέρω.

Εκτός από αυτά, ωστόσο, ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου θα έρθει αντιμέτωπος και πολεμικά μέτωπα όπως η Συρία, η Μέση Ανατολή, ο φλεγόμενος Καύκασος. Είτε θετικός, είτε αρνητικός ο ρόλος των ΗΠΑ σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις θα είναι καθοριστικός.