Οι σχέσεις ανάμεσα στη Γαλλία και την Κίνα, δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, δε θα αλλάξουν σημαντικά με τον Φρανσουά Ολάντ, αλλά μπορεί να περάσουν μια περίοδο αβεβαιότητας, εκτιμούν σήμερα εμπειρογνώμονες.

«Η εκλογή Ολάντ πιθανότατα δε θα επιφέρει αλλαγή στις σχέσεις», είναι ο τίτλος άρθρου της Global Times, η οποία τυπώθηκε πριν γίνει γνωστό το εκλογικό αποτέλεσμα στη Γαλλία.

«Με τον Φρανσουά Ολάντ δεν πρέπει να υπάρξει σημαντική αλλαγή στις γαλλο-κινεζικές σχέσεις», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Ζου Φενγκ, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου.

«’Ομως, ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας ως ηγέτης της αριστεράς, θα μπορούσε να θέσει ευαίσθητα θέματα στην κινεζική ηγεσία, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, που θα δοκιμάσουν τις σχέσεις των δυο χωρών», εκτιμά ο Τσεν Ζιμίν, καθηγητής στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Φουντάν στη Σανγκάη, τον οποίο επικαλείται η Global Times.

«’Οταν ένας νέος ηγέτης αναλαμβάνει την εξουσία κανένας δε γνωρίζει σε ποια ζητήματα θα επιμείνει όσον αφορά την πολιτική του απέναντι στην Κίνα», δήλωσε από την πλευρά του στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Τζια Τσινγκουό, αναπληρωτής διευθυντής του τμήματος Διεθνών Σχέσεων του ιδίου πανεπιστημίου.

“‘Ομως, στο τέλος θα λάβει υπόψη του ότι ορισμένες αλλαγές τις οποίες επιθυμεί, δεν είναι ρεαλιστικές και είναι πιθανό να επιστρέψει στην πολιτική του προκατόχου του .Αυτό είναι κάτι πολύ σύνηθες στο σύστημα της δημοκρατίας της Δύσης”, πρόσθεσε.

“Η αλλαγή πρέπει να έλθει με έναν ευρύτερο προβληματισμό. ‘Ομως, οι διαμαρτυρίες κατά των μέτρων λιτότητας στην Ελλάδα και τη Γαλλία δείχνουν ότι αυτός ο προβληματισμός είναι μακριά”, αναφέρει η εφημερίδα, σύμφωνα με την οποία “το δημοκρατικό σύστημα δημιουργεί όλο και περισσότερα προβλήματα στις δυτικές χώρες”, γράφουν οι Global Times.

‘Ομως, ο Ζου εκτιμά από την πλευρά του ότι «οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις έχουν μια ευρύτερη κοινωνική βάση για την επίλυση των οικονομικών προβλημάτων της Ευρώπης σε σχέση με τις κυβερνήσεις της κεντροδεξιάς» και είναι συνεπώς «περισσότερο σε θέση να εφαρμόσουν οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις».