Η Αραβική χερσόνησος εξοπλίζεται με τρελούς ρυθμούς και η αγορά των βλημάτων πυροβολικού από την Ελλάδα δεν είναι η μόνη αγορά που κάνει το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας. Ίσως μάλιστα να είναι και η πιο μικρής σημασίας αγορά που κάνει.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Bloomberg, η Σαουδική Αραβία αγοράζει κάθε είδους σύγχρονο οπλικό σύστημα σε μεγάλες ποσότητες, όπως για παράδειγμα επιθετικά ελικόπτερα Απάτσι, μαχητικά Γιουροφάιτερ.

Σύμφωνα με τις ετήσιες αναφορές αμυντικών εξοπλισμών της ειδικευμένης ιστοσελίδας Janes και πιο συγκεκριμένα την IHS’ annual Global Defence Trade Report και τις ετήσιες αναφορές του διεθνούς ινστιτούτου ερευνών για την ειρήνη στην Στοκχόλμη (SIPRI), οι αγορές όπλων του Ριάντ δημιουργούν την εξής κατάσταση.

Η Σαουδική Αραβία έφτασε από το να είναι από ο 11ος εισαγωγέας όπλων την περίοδο 2007-2011 με μερίδιο 2,9% των παγκόσμιων εισαγωγών, σύμφωνα με το SIPRI, ο δεύτερος μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων το 2016 με το 8,2% του παγκόσμιου μεριδίου.

Είναι χαρακτηριστικό πως το Ριάντ το 2016, ήταν ο καλύτερος πελάτης των ΗΠΑ, που το 2016 ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων παγκοσμίως με δεύτερη την Ρωσία. Συγκεκριμένα το 2016 η Σαουδική Αραβία απορρόφησε το 12,9% των εξαγωγών όπλων των ΗΠΑ, σύμφωνα πάντα με το SIPRI.

Τα ποσά που δαπανά η χώρα του πετρελαίου προκαλούν αν μη τι άλλο ίλιγγο, καθώς μόνο το 2015 έφτασαν στα 87,2 δισεκατομμύρια δολάρια. Κανείς εξάλλου δεν μπορεί να ξεχάσει την «χρυσή» συμφωνία πώλησης επί Μπάρακ Ομπάμα, κατά την οποία έναντι το ποσού των 115 δισεκατομμυρίων δολαρίων οι ΗΠΑ θα υπέγραφαν 42 ξεχωριστά συμβόλαια για οπλικά συστήματα προς το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας, αν και στην συνέχεια υπήρξαν εμπόδια από τον Λευκό Οίκο λόγω ανησυχιών για την χρήση αυτών των όπλων στο πόλεμο της Υεμένης όπου υπάρχουν αναφορές για πλήγματα της Σαουδαραβικής Αεροπορίας σε άμαχους.

Στις αρχές του 2017 έγινε γνωστό πως και η Βρετανία υπέγραψε συμβόλαιο για 4 περίπου δισεκατομμύρια σε πωλήσεις όπλων στην Σαουδική Αραβία.

Τον Μάιο του 2017 η κυβέρνηση Τραμπ υπέγραψε το μεγαλύτερο συμβόλαιο πώλησης όπλων που υπέγραψαν ποτέ οι ΗΠΑ. Η συμφωνία ήταν για όπλα προς το Ριάντ αξίας 350 δισεκατομμυρίων δολαρίων εκτινάσσοντας στα ύψη τις μετοχές των βιομηχανιών όπλων στις ΗΠΑ. Στις 13 Ιουνίου του 2017 η Γερουσία των ΗΠΑ αρνήθηκε να μπλοκάρει την συμφωνία λόγω θεμάτων με παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το Ριάντ και ενέκρινε την πώληση όπλων αξίας 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων!

Σύμφωνα με το ινστιτούτο της Στοκχόλμης «από τα κράτη με τεταμένες σχέσεις με το Ιράν, το Κατάρ αύξησε τις εισαγωγές όπλων κατά 245%, η Σαουδική Αραβία κατά 212%, το Κουβέιτ κατά 175% και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κατά 63%.

Γιατί γίνεται τώρα αυτό; Μια εξήγηση δίνουν οι New York Times που επισημαίνουν πως όταν οι συγκρούσεις με τους υποστηριζόμενους από το Ιράν αντάρτες Χούθι, στην Υεμένη, ξεκίνησαν το 2014, ασκήθηκε τεράστια πίεση στο Ριάντ που μέσω αυτού και οι ΗΠΑ έβλεπαν την διεύρυνση της επιρροής του Ιράν στο υπογάστριο της Σαουδικής Αραβίας. Προκειμένου λοιπόν να μπει ένας φραγμός σε αυτό το 2015 το Ριάντ προχώρησε στην σύσταση μιας συμμαχίας με άλλες χώρες της περιοχής και ξεκίνησε να βομβαρδίζει τους Χούθι.

Όλες οι πλευρές αυτού του πολέμου κατηγορούνται από διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων για εγκλήματα πολέμου, μεταξύ των οποίων βομβαρδισμοί αμάχων και στρατολόγηση παιδιών.

Παρά ταύτα η διακυβέρνηση Τραμπ, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, ειδοποίησε το Κογκρέσο για την πρόθεση να παραδώσει στο Ριάντ μέσω ξεχωριστής συμφωνίας όπλων του 2015, «έξυπνων» βομβών ακριβείας.

Με δεδομένο πως σύμφωνα με το SIPRI ο μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων του Ιράν είναι η Ρωσία, βλέπουμε μια σύγκρουση «δια αντιπροσώπων» στην περιοχή του Περσικού Κόλπου, όπου με την σειρά της η Τεχεράνη για να μην εμπλακεί και αυτή άμεσα με το Ριάντ, χρησιμοποιεί ως δικούς της αντιπροσώπους τους αντάρτες Χούθι, ωθώντας την Σαουδική Αραβία είτε γιατί θέλει να εξουδετερώσει τους αντάρτες στην Υεμένη, είτε γιατί ετοιμάζεται για μια γενικευμένη σύγκρουση με το Ιράν, είτε γιατί θέλει μέσω της επίδειξης ισχύος να αποτρέψει μια τέτοια σύγκρουση, να προχωρά σε τεράστιες δαπάνες για όπλα που βέβαια στην παρούσα φάση της επιτρέπουν τα τεράστια έσοδα από το πετρέλαιο.