Στην τελική ευθεία μπαίνει το έργο της αποκατάστασης, ανάδειξης και επανάχρησης ως μουσείο νεότερης ιστορίας της Λέσβου, του ιστορικού μουσουλμανικού τεμένους της Μυτιλήνης «Βαλιδέ τζαμί» στην Επάνω Σκάλα της πόλης. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο του έργου που υλοποιεί η Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου, ξαναγράφεται η ιστορία και η τοπιογραφία της γειτονιάς αυτής που ταυτίζεται με την αρχαία πόλη με συνεχή κατοίκηση επί χιλιάδες χρόνια.
Με αφορμή την υλοποίηση του κόστους 1,2 εκατομμυρίων ευρώ που χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης έργου, αποδείχτηκε ότι το τζαμί δεν λέγεται «Βαλιδέ τζαμί» αλλά «Μπαλή ζαντέ Χασάν Μπέη τζαμί» και σύμφωνα με την πρώτη του κτητορική επιγραφή που βρίσκεται εντοιχισμένη στη δυτική πλευρά του τζαμιού και διαβάστηκε, χτίστηκε στις αρχές του 17ου αιώνα και συγκεκριμένα το 1620. Στη σημερινή του μορφή χτίστηκε μετά τον μεγάλο σεισμό του 1867, το 1889 και η ανακατασκευή του σύμφωνα με τις πηγές κόστισε 30.000 γρόσια, ανήκε δε σε τοπικό μουσουλμανικό ίδρυμα (βακούφι) δίπλα στη συνοικία (βαρόσι) της μυτιληνιάς αγοράς.
Είναι λιθόκτιστο, μονώροφο με δίρριχτη στέγη, με μαρμάρινη σκάλα που οδηγεί στο λιθόστρωτο προαύλιο. Στον αύλειο χώρο του ήταν τοποθετημένο πολύπλευρο σιντριβάνι από λευκό μάρμαρο, διακοσμημένο με εγχάρακτα αραβουργήματα. Μάλιστα, το σιντριβάνι αυτό βρίσκεται σήμερα στην αυλή του παλιού αρχαιολογικού μουσείου Μυτιλήνης και έχει σχεδιαστεί να επανατοποθετηθεί στην αρχική του θέση στον περιβάλλοντα χώρο του μνημείου.

Ας σημειωθεί ότι ήδη αναστηλώθηκε στην αρχική του μορφή ο ύψους 17,5 μέτρων μιναρές του μνημείου που είναι κατασκευασμένος από ηφαιστειογενή ροζ πέτρα (ιγνιμβρίτη) από το μικρασιατικό λατομείο του Σαρμουσάκ.
Επίσης, υποθεμελιώθηκε και συντηρήθηκε το κυρίως κτήριο και σήμερα ολοκληρώνεται το έργο της ανακατασκευής της στέγης και του προστώου. Κατά την ανασκαφή που προηγήθηκε της υποθεμελίωσης, αποδείχτηκε ότι το τέμενος είναι χτισμένο πάνω από παλαιοχριστιανικά ερείπια κάτω δε από αυτά ανασκάφτηκε αρχαϊκό νεκροταφείο.
Το μουσουλμανικό τέμενος είχε καταγραφεί ως ερείπιο στα αρχεία της ανταλλάξιμης περιουσίας το 1966, κηρύχτηκε διατηρητέο το 1981 και πέρασε στην ιδιοκτησία του υπουργείου Πολιτισμού το 2003.
Το έργο και η μέχρι τώρα πορεία του παρουσιάστηκε την περασμένη Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου κατά τον εορτασμό των Ευρωπαϊκών Ημερών Πολιτιστικής Κληρονομιάς, που για το 2025 είχε τον γενικό τίτλο «Αρχιτεκτονική Κληρονομιά – Γεφυρώνοντας το παρελθόν με το μέλλον». Συντελεστές του έργου είναι ο αρχαιολόγος Γιάννης Σουκάντος, η πολιτική μηχανικός Αναστασία Γιαντά, η αρχιτεκτόνισσα Κυριακή Πετράκη και ο συντηρητής Θανάσης Τσιπρόφτης.
Ας σημειωθεί τέλος ότι όπως είχε δηλώσει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη όταν είχε επισκεφθεί το έργο στη διάρκεια ταξιδιού της στη Μυτιλήνη, «Η Ελλάδα διδάσκει σεβασμό στον πολιτισμό. Και τα μνημεία της οθωμανικής περιόδου είναι μνημεία για τα οποία η Ελλάδα έχει την ευθύνη της προστασίας τους». Και συνέχισε: «Έχουμε την ευθύνη του συνόλου της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Και σε αυτό το σύνολο ανήκουν όλα τα μνημεία όλων των περιόδων. Η Ελλάδα έχει ξοδέψει πάνω από 60 εκατομμύρια ευρώ για την προστασία των μνημείων της οθωμανικής περιόδου. Είναι μνημεία μιας δύσκολης για τον Ελληνισμό, περιόδου αλλά επαναλαμβάνω η Ελλάδα διδάσκοντας πολιτισμό, προστατεύει όλα τα μνημεία όλων των ιστορικών περιόδων της χώρας».
«Η Ελλάδα διδάσκει σεβασμό στον πολιτισμό. Και τα μνημεία της Οθωμανικής περιόδου είναι μνημεία για τα οποία η Ελλάδα έχει την ευθύνη της προστασίας τους», είχε σημειώσει καταλήγοντας η υπουργός Πολιτισμού.