Σοκαριστικό υλικό δείχνει αστυνομικούς της Σαουδικής Αραβίας να ξυλοκοπούν γυναίκες που κρατούνται σε μυστικές εγκαταστάσεις όπου οικογένειες στέλνουν «ανυπάκουες» γυναίκες και κορίτσια για να τιμωρηθούν.
Οι γυναίκες στο βίντεο φέρονται να πραγματοποιούσαν ειρηνική καθιστική διαμαρτυρία για τις κακές συνθήκες διαβίωσης στο λεγόμενο «σπίτι φροντίδας» στην πόλη Χαμίς Μουσάιρ, στην επαρχία Ασίρ.
Αστυνομικοί και υπάλληλοι ασφαλείας του Κοινωνικού Εκπαιδευτικού Οίκου Κοριτσιών φαίνονται να εισβάλουν και να επιτίθενται στις γυναίκες, μερικές από τις οποίες βρίσκονταν ήδη στο έδαφος ανήμπορες.
Γυναίκες σέρνονται από τα μαλλιά, χτυπιούνται με ζώνες και ρόπαλα και υφίστανται άλλες μορφές σωματικής κακοποίησης.
Το βίντεο, το οποίο είχε προκαλέσει οργή στους ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σαουδική Αραβία όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2022, επανήλθε στο προσκήνιο μετά τις μαρτυρίες πρώην κρατούμενων που μίλησαν ανοιχτά για την εμπειρία τους στα κέντρα «Dar al-Re’aya» σε όλη τη χώρα.

Η δρ Μαριάμ Αλντοσαρί, ακαδημαϊκός στο Royal Holloway του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, με καταγωγή από τη Σαουδική Αραβία, δήλωσε στην Daily Mail ότι, παρά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις, πολλές γυναίκες παραμένουν κρατούμενες σε αυτά τα σωφρονιστικά ιδρύματα, χωρίς δυνατότητα εξόδου αν δεν το εγκρίνει άνδρας κηδεμόνας.
Αναφέρθηκε σε γυναίκες που βίωσαν φρικτές συνθήκες στα ιδρύματα, με κάποιες να φέρονται να αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν λόγω της κακοποίησης.
«Υπάρχουν ακόμα», προειδοποίησε. «Γνωρίζουμε άτομα που βρίσκονται εκεί και μόνο ο Θεός ξέρει πότε θα φύγουν. Τις απομονώνουν εντελώς. Υπάρχουν κάμερες παντού. Αν παραβείς κανόνες, πηγαίνεις σε μικρά ατομικά δωμάτια, απομονώνεσαι».
Η δρ Αλντοσαρί, η οποία εγκατέλειψε τη Σαουδική Αραβία το 2008 για σπουδές και εργασία στο Ηνωμένο Βασίλειο, σήμερα συνεργάζεται με την Al Qst (ALQST), έναν οργανισμό ανθρωπίνων δικαιωμάτων που τεκμηριώνει και προωθεί τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Σαουδική Αραβία.
«Αυτό που ακούμε – είναι μια σκοτεινή εποχή για τη Σαουδική Αραβία. Μετατρέπεται σε κράτος αστυνομίας», δήλωσε. «Οι άνθρωποι φοβούνται».
Μετά τη δημοσιοποίηση του σοκαριστικού βίντεο, οι τοπικές αρχές ανακοίνωσαν τη διεξαγωγή έρευνας. Ωστόσο, σύμφωνα με την Al Qst, δεν υπήρξε καταδίκη για τους υπεύθυνους της «κατάφωρης και βάναυσης επίθεσης στις γυναίκες», εκτιμώντας ότι η έρευνα θα «στερείται κάθε αξιοπιστίας».
Η οργάνωση χαρακτήρισε τη βία από τις Αρχές ως «χαρακτηριστικό γνώρισμα» του σωφρονιστικού συστήματος της Σαουδικής Αραβίας, σημειώνοντας ότι τα κέντρα «φροντίδας» για νεαρές γυναίκες και κορίτσια δεν διαφέρουν από τις φυλακές, καθώς εκεί επικρατούν η κακομεταχείριση, η σωματική κακοποίηση και η σεξουαλική παρενόχληση.
Εκπρόσωπος της σαουδαραβικής κυβέρνησης αρνήθηκε ότι τα κέντρα φροντίδας είναι κέντρα κράτησης, υποστηρίζοντας πως «οι γυναίκες είναι ελεύθερες να αποχωρήσουν οποιαδήποτε στιγμή» και δεν απαιτείται η άδεια κηδεμόνα ή συγγενή για την έξοδό τους.
Ωστόσο, η δρ Αλντοσαρί απέρριψε τις δηλώσεις, τονίζοντας: «Το καθεστώς λέει ψέματα συνεχώς».
Υποστήριξε ότι κορίτσια μόλις 13 ετών μπορούν να σταλούν σε τέτοιες δομές για «ανυπακοή» και να παραμείνουν εκεί έως ότου εγκρίνει την έξοδό τους ένας άνδρας κηδεμόνας.
Παρά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις που υποτίθεται ότι ενισχύουν τα δικαιώματα των γυναικών, όπως η δυνατότητα αίτησης διαβατηρίου, ο κηδεμόνας μπορεί ακόμη να εμποδίσει το ταξίδι τους επικαλούμενος «ανυπακοή» – ένας όρος που, όπως λέει, δεν ορίζεται καν νομικά.
«Οποιοσδήποτε άνδρας μπορεί να πει “η σύζυγός μου ή η κόρη μου είναι ανυπάκουη” και τότε όλα τα δικαιώματα χάνονται», δήλωσε.
«Έχει μετατραπεί σε εργαλείο του καθεστώτος για τον έλεγχο των γυναικών», πρόσθεσε. «Η αιτία μπορεί να είναι οτιδήποτε: να φύγεις από το σπίτι για να ξεφύγεις από κακοποίηση, να θεαθείς με έναν άνδρα που δεν είναι σύζυγός σου, να σε θεωρήσουν φεμινίστρια ή απλώς “εκτός ελέγχου”», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Τα κέντρα φροντίδας υπάρχουν από τη δεκαετία του 1960 και παρουσιάστηκαν ως χώροι αποκατάστασης για γυναίκες που κατηγορούνται ή καταδικάζονται για ορισμένα αδικήματα. Λέγεται ότι φιλοξενούν γυναίκες ηλικίας από 7 έως 30 ετών.
Εκπρόσωπος της κυβέρνησης δήλωσε στον Guardian: «Οι γυναίκες είναι ελεύθερες να φεύγουν οποτεδήποτε –για σχολείο, εργασία ή προσωπικές δραστηριότητες– και μπορούν να αποχωρήσουν οριστικά χωρίς την έγκριση κηδεμόνα ή συγγενούς».
Ωστόσο, ακτιβιστές διαψεύδουν τις δηλώσεις, αναφέροντας μαρτυρίες γυναικών που έχουν περάσει από τις δομές.
Αν δεν υπάρχει διαθέσιμος ή πρόθυμος άνδρας κηδεμόνας, οι Αρχές μεταφέρουν τις γυναίκες σε παρόμοια δομή «φιλοξενίας», από την οποία επίσης απαιτείται η συγκατάθεση άνδρα συγγενούς για αποχώρηση.
Η δρ Αλντοσαρί χαρακτήρισε το σύστημα «γελοίο», λέγοντας ότι ο ρόλος του κηδεμόνα κληρονομείται, αν ο πατέρας ή ο σύζυγος δεν είναι διαθέσιμος, τότε μπορεί να αναλάβει ο γιος την ευθύνη της μητέρας του.
Σε ορισμένες τρομακτικές περιπτώσεις, γυναίκες φέρεται να στάλθηκαν σε τέτοιες δομές αφού αρνήθηκαν να υπακούσουν σεξουαλικούς κακοποιητές μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.
«Οδηγούνται σε μια κατάσταση όπου ο κακοποιητής πρέπει να εγκρίνει την απελευθέρωσή τους», είπε.
Γυναίκες έχουν καταγγείλει ότι τιμωρήθηκαν με εγκλεισμό και μαστίγωση, επειδή δεν «υπάκουσαν» στη σεξουαλική κακοποίηση που δέχονταν στο σπίτι και έπρεπε να «συμφιλιωθούν» με τον κακοποιητή για να αφεθούν ελεύθερες.
Η Σάρα Αλ-Γιαχία, η οποία αγωνίζεται για την κατάργηση των δομών αυτών, δήλωσε στον Guardian ότι ο πατέρας της την απειλούσε να τη στείλει εκεί ως παιδί, «αν δεν υπάκουε στη σεξουαλική του κακοποίηση».

«Αν σε κακοποιήσει σεξουαλικά ο πατέρας ή ο αδερφός σου και μείνεις έγκυος, εσύ είσαι αυτή που θα σταλεί στο Dar al-Re’aya για να προστατευτεί η φήμη της οικογένειας», είπε.
Οι γυναίκες έρχονται αντιμέτωπες με την αβάσταχτη επιλογή ανάμεσα στην κακοποίηση στο σπίτι ή τις άθλιες συνθήκες των δομών. Ορισμένες έχουν δολοφονηθεί από κακοποιητικούς συγγενείς λίγο μετά την αποφυλάκισή τους.
Μία γυναίκα είπε στον Guardian ότι οδηγήθηκε στο Dar al-Re’aya μετά από καταγγελίες κατά του πατέρα και των αδερφών της. Εκεί, υπέστη νέα κακοποίηση και κατηγορήθηκε για προσβολή της τιμής της οικογένειας λόγω αναρτήσεων υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών στα κοινωνικά δίκτυα.
Παρέμεινε κρατούμενη έως ότου ο πατέρας της, ο ίδιος που την κακοποιούσε, συμφώνησε να την αφήσει ελεύθερη.
Παρότι οι μαρτυρίες παραμένουν σπάνιες, κάποιες γυναίκες έχουν τολμήσει να μιλήσουν. Σε έκθεση της ALQST το 2021, γυναίκες περιέγραψαν ότι τις ανάγκασαν να στέκονται όρθιες για έξι ώρες ως τιμωρία για «ανυπακοή».
Μία πρώην κρατούμενη είπε στο MBC το 2018 ότι την ανάγκασαν να φάει τον εμετό της, αφού αρρώστησε από το χαλασμένο φαγητό.
«Άφηναν άνδρες να μπαίνουν και να μας χτυπούν. Μερικές φορές τα κορίτσια και τα παιδιά δέχονταν σεξουαλική παρενόχληση, αλλά αν το έλεγαν, κανείς δεν τις άκουγε», συμπλήρωσε.
Σε άλλες περιπτώσεις, τοπικά μέσα κατέγραψαν περιστατικά αυτοκτονιών στα κέντρα, αποδιδόμενα στις συνθήκες που επικρατούν εκεί.
Το 2015, μία γυναίκα βρέθηκε απαγχονισμένη στο δωμάτιό της σε ένα από τα κέντρα, αφήνοντας σημείωμα που έγραφε: «Αποφάσισα να πεθάνω για να ξεφύγω από την κόλαση».
Μία κρατούμενη σε ίδρυμα της Μέκκας είχε πει: «Ο θάνατος είναι πιο ελεήμων από το να ζεις στο καταφύγιο».