Για τον Παναθηναϊκό και για το πώς έζησε ο ίδιος το διάστημα που είχε τεθεί εκτός ομάδας μίλησε στο podcast «Euro Insiders» ο Ιωάννης Παπαπέτρου.

Αναλυτικά όσα είπε ο Έλληνας γκαρντ για τους «πράσινους» και τη φετινή σεζόν…

Για τον Παναθηναϊκό: «Για μένα, η καρδιά μου ανήκει στον Παναθηναϊκό. Είναι ένας σύλλογος που αγαπάω σε όλη μου τη ζωή. Μου άρεσε αυτό που έκανε για μένα η οικογένεια Γιαννακόπουλου. Το σκέφτηκα λίγο και είπα, ξέρεις τι, ήμουν στον Παναθηναϊκό στα δύσκολα χρόνια, όταν δεν είχε μεγάλο μπάτζετ. Αν ο Παναθηναϊκός κατακτήσει την EuroLeague κι εγώ δεν είμαι εκεί, όχι, δεν θα το αντέξω».

Για το διάστημα που τέθηκε εκτός ομάδας: «Αυτό που συνέβη είναι κάτι για το οποίο δεν έχω ξαναμιλήσει. Προφανώς, τα ΜΜΕ θα το κάνουν «πάρτι». Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, όλοι βγάζουν τη δική τους εκδοχή. Κάναν όλες τις υποθέσεις. Ήταν τρέλα.

Ναι. Είναι τρελό. Είναι αστείο γιατί κανείς τελικά δεν μπορούσε να βγει και να ξεκαθαρίσει τι συνέβη. Γιατί, όπως είπα, το κλαμπ πρέπει να προχωρήσει, να κάνει πράγματα. Ό,τι κι αν έγινε, για μένα που είμαι Έλληνας, που δεν είχα ξαναζήσει τέτοιο σκηνικό, με βοήθησε πολύ. Ήταν μια κατάσταση που κάποιος έπρεπε να τιμωρηθεί. Και δεν ήταν ξεκάθαρο. Άκουσα πολλές τρελές ιστορίες.

Ότι τάχα τσακώθηκα με συμπαίκτη μου. Ότι έγινε αυτό. Τα ακούσαμε όλα. Εγώ και η κοπέλα μου στο σπίτι γελούσαμε με όλα αυτά που ακούγαμε και λέγαμε «δεν γίνεται». Αλλά ταυτόχρονα, δεν ήθελα να βγω να μιλήσω και να προκαλέσω μεγαλύτερη ένταση εκείνη την περίοδο. Γιατί πρέπει να σέβεσαι το κλαμπ και όσα έγιναν.

Ήταν μια στιγμή μέσα στη σεζόν όπου πολλοί δεν ήταν ευχαριστημένοι με τον χρόνο συμμετοχής τους, με τον ρόλο τους. Και πάντα είχα στο μυαλό μου ότι, ακόμα κι αν δεν σου αρέσει ο ρόλος σου, έχεις υπογράψει συμβόλαιο, πληρώνεσαι και πρέπει να κάνεις τη δουλειά σου όσο καλύτερα μπορείς. Τώρα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν απογοητεύεσαι. Είσαι κι εσύ άνθρωπος. Δεν έχει σημασία αν παίρνεις 10 εκατομμύρια τον χρόνο ή 500 ευρώ. Είσαι άνθρωπος και θα στεναχωρηθείς αν δεν παίζεις.

Είναι φυσιολογικά συναισθήματα. Περνώντας αυτά, υπήρξαν αγώνες που δεν έπαιξα πολύ και βγήκα από το ματς για κάποιους μικρούς λόγους στο μυαλό μου. Και έκανα ένα άσχημο ύφος, σαν να ρωτούσα «γιατί με βγάζεις;». Δεν μίλησα, δεν έκανα κάτι. Πήγα και κάθισα στον πάγκο. Δεν έπαιξα άλλο στο παιχνίδι. Χάσαμε. Σε τέτοια κλαμπ, κάποιος πρέπει να γίνει ο «κακός». Ο αποδιοπομπαίος τράγος. Κάποιος πρέπει να τιμωρηθεί. Σε τέτοιες στιγμές, όπου πολλοί είναι δυσαρεστημένοι, κάτι πρέπει να γίνει. Εκτίμησα πολύ το πώς αντέδρασαν οι φίλαθλοι.

Γιατί όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, μπορεί να είναι κάτι σοβαρό — να τσακώθηκες με τον προπονητή, με συμπαίκτη, να έκανες κάτι ανάρμοστο. Ή μπορεί να είναι απλά απόφαση της ομάδας, με την οποία ίσως διαφωνείς. Όπως συνέβη και σε μένα. Δεν συμφωνούσα, αλλά έπρεπε να το σεβαστώ. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Έπρεπε να μείνω σιωπηλός και να σεβαστώ το κλαμπ.

Η πιο εύκολη επιλογή θα ήταν να βγω την επόμενη μέρα και να πω «δεν έκανα όλα αυτά για τα οποία με κατηγορείτε». Αλλά πρέπει να κάνεις πίσω και να δεις ότι η ομάδα έχει αγώνα σε δύο μέρες και πρέπει να κερδίσει. Όλα αυτά ήταν ένα τεράστιο μπέρδεμα, γεμάτο ιστορίες που δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα.

Προσπάθησα να μείνω έτοιμος, παρ’ όλο που πέρασα δύσκολη περίοδο, ακούγοντας φήμες. Ναι, με επηρέασε ψυχολογικά. Δεν μιλάμε αρκετά για την ψυχική υγεία των αθλητών, αλλά τέτοιες στιγμές είναι πολύ δύσκολες για τον καθένα.

Ειδικά όταν δεν μπορείς να υπερασπιστείς τον εαυτό σου. Ισχύει. Η μαμά μου με πήρε τηλέφωνο κλαίγοντας, μου έλεγε «λένε ότι είσαι κακό παιδί, ότι τσακώθηκες». Οι φίλοι μου μού έστελναν «ξέρουμε ότι δεν το έκανες».

Ξέρω ποιος είμαι. Ξέρω τι θα έκανα και τι όχι. Και αυτό είναι που μετράει. Αλλά δεν είναι ωραίο να ακούς τέτοια πράγματα. Ειδικά όταν δεν έχεις δώσει ποτέ δικαίωμα. Πέρασα δύσκολα συναισθηματικά. Αλλά πάντα λέω ότι ακόμα και τα άσχημα συμβαίνουν για κάποιο λόγο. Ίσως για καλό. Προσπάθησα να κρατήσω την ψυχραιμία μου και να δώσω τον καλύτερό μου εαυτό όταν επέστρεψα. Με πήραν τηλέφωνο, μου είπαν «είσαι πίσω», και επέστρεψα. Δεν κράτησε πολύ. Όλοι μου είπαν «γεια σου, καλώς ήρθες πίσω». Πολύ επαγγελματικό. Ο κόουτς μού είπε «γεια», τίποτα παραπάνω. Δεν μου είπε «θέλω να μιλήσουμε». Ήταν ξεκάθαρο: «Κάτι έγινε, έπρεπε να τιμωρηθεί κάποιος». Εντάξει. Προχωράμε».