«Κάθε μέρα νομίζω ότι θα δω τα παιδιά μου». Αυτό λέει ο πατέρας των δύο παιδιών που δολοφονήθηκαν στη Μακρινίτσα, από τον εν διαστάσει σύζυγο της γυναίκας. Πλέον ο δράστης είναι στη φυλακή και το παιδί του μεγαλώνει με τους γονείς της γυναίκας, οι οποίοι προσπαθούν να επουλώσουν τις πληγές τους και να σταθούν στο εγγόνι τους.

«Πηγαίνω καμιά φορά (στο σπίτι) αλλά δεν αισθάνομαι όμορφα. Νιώθω σαν να πατάω τα πτώματα των παιδιών μου. Στο νεκροταφείο γαληνεύω, κάθομαι δύο ώρες και τους μιλάω» λέει συγκινημένος στις «Αλήθειες με τη Ζήνα». Μαζί του πηγαίνει και το εγγονάκι του, που ξέρει ότι η μαμά και ο θείος δε θα γυρίσουν πίσω.

«Πρέπει κάποια στιγμή να τα μάθει από εμάς. Παρακολουθούμε κι εμείς και το παιδί ψυχολόγο και προσπαθούμε να συνέλθουμε», είπε ο πατέρας της Κωνσταντίνας που δολοφονήθηκε μαζί με τον αδερφό της μπροστά στα μάτια της μητέρας τους.

Μαζί με τη σύζυγο και τον εγγονό τους έχουν εγκαταλείψει το σπίτι. Ο δράστης αντιμετωπίζει σοβαρά ψυχικά νοσήματα, ασκούσε βία σε βάρος της γυναίκας του, κάτι που η ίδια είχε καταγγείλει στις Αρχές.

«Πιστεύω ότι θα σκότωνε και το ίδιο το παιδί του»

Μέσα του ο θυμός για τον δράστη βράζει.

«Θέλω δικαίωση, να σαπίσει στη φυλακή, να πεθάνει εκεί, τα παιδιά μου δε θα τα ξαναδώ, αλλά αυτό θέλω», είπε, προσθέτοντας πως ο δράστης τη μοιραία νύχτα είχε σκοπό να κάνει ακόμα μεγαλύτερο κακό. «Αν με έβρισκε μπροστά του θα με σκότωνε κι εμένα. Πιστεύω ότι θα σκότωνε και το ίδιο το παιδί του».

Εκείνο το βράδυ ο ίδιος βρισκόταν με τον εγγονό του σε ένα δωμάτιο για να μη δει το παιδί τον πατέρα του στην κατάσταση που βρισκόταν. Εξομολογείται μάλιστα ότι δεν είχε καταλάβει ότι τα παιδιά του ήταν νεκρά και νόμιζε ότι είχε γίνει ένας τσακωμός, όπως γινόταν κάθε φορά.

«Δεν είχα καταλάβει τι κακό είχε συμβεί. Κατέβηκα από το δωμάτιο και πρώτα είδα την κόρη μου νεκρή και τη γυναίκα μου να κάθεται σε ένα μπαουλάκι σε κατάσταση σοκ. Μετά άνοιξα την πόρτα και είδα και τον γιο μου. Αν το ήξερα θα είχα βγει έξω κι ό,τι γινόταν. Δεν θα ξεχάσω την τελευταία ανάσα του παιδιού μου. Τον άρπαξα αγκαλιά, του έδωσα το φιλί της ζωής, τέλος» είπε.

Πώς έγινε το φονικό

Στις 5 Απριλίου η Κωνσταντίνα κάλεσε την Αστυνομία καλώντας σε βοήθεια. «Βοήθεια, σώστε με. Έχει έρθει να μας σκοτώσει. Σπάει τη τζαμαρία για να μπει στο σπίτι μας» φώναζε στο τηλέφωνο σύμφωνα με το thenewspaper.gr. Απέναντί της βρισκόταν ο σύζυγός της, ο οποίος, σύμφωνα με πληροφορίες, αντιμετωπίζει ψυχιατρικής φύσης προβλήματα και το τελευταίο διάστημα βρίσκονταν σε διάσταση.

Ο αστυνομικός του Α.Τ. Βορείου Πηλίου φτάνει στο καλντερίμι που οδηγεί στο σπίτι, στην περιοχή της Αγίας Τριάδας και έρχεται τετ α τετ με τον δολοφόνο, που μόλις είχε σκοτώσει τα δύο αδέρφια. Ο νεαρός άνδρας εξαφανίζεται.

Λίγα λεπτά μετά τις 21:00 ο δράστης εντοπίζεται με το ΙΧ του να κινείται από τον περιφερειακό προς την Αγριά, μέσω του τούνελ. Εκεί ξεκινά και η καταδίωξή του από όχημα της Ασφάλειας Βόλου. Ο 31χρονος κινείται με μεγάλη ταχύτητα προς Λεχώνια, συνεχίζει προς Άγιο Βλάσιο, κάνει αναστροφή και επιστρέφει στην κατεύθυνση προς Άνω Λεχώνια. Στο σημείο αυτό όχημα της Ασφάλειας τού κλείνει τον δρόμο για να σταματήσει η τρελή του κούρσα, και τότε εκείνο εμβολίζει το αυτοκίνητο, χωρίς ευτυχώς να τραυματίσει κανέναν.

Οι αστυνομικοί τού περνούν χειροπέδες και τον οδηγούν προς τη Διεύθυνση Αστυνομίας Μαγνησίας, ενώ οι υπηρεσίες κάνουν το όχημά του φύλλο και φτερό εντοπίζοντας μέσα σε αυτό και το μαχαίρι των φόνων.