Στις πολυδαίδαλες διαδρομές του χρήματος από τα μαύρα ταμεία της Siemens προκειμένου να χαθούν τα ίχνη αλλά και οι τελικοί αποδέκτες της «μίζας» αναφέρθηκε η εισαγγελέας του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων με την έναρξη της αγόρευσής της.

Η πολύκροτη δίκη μπήκε στην τελική της ευθεία με την εισαγγελέα Ελένη Σκεπαρνιά να μιλά διεξοδικά για το σύστημα των «μαύρων πληρωμών» από το 1980, με εμβάσματα που έμπαιναν σε εταιρίες off shore αλλά και παροχής συμβούλων που λειτουργούσαν ως «πλυντήρια» αλλά και μέσω μετρητών από χέρι σε χέρι. Η εισαγγελική λειτουργός διαπίστωσε ότι η «μίζα» «ήταν πάγια τακτική της μητρικής εταιρείας για όλες τις χώρες με τις οποίες συνεβλήθη από το 1980 έως το 2006». Μάλιστα αναφερόμενη στην Ελλάδα υπογράμμισε πως «οι δωροδοκίες ήταν μακραίωνη παράδοση». «Μέχρι την 8002 που υπεγράφη το 1997 η Siemens φαίνεται να έδινε ανά έτος 15 εκατομμύρια ευρώ» ανέφερε χαρακτηριστικά.

Η εισαγγελέας επικαλέστηκε έγγραφο της μητρικής εταιρείας, τον Ιανουάριο του 1998, στο οποίο, όπως είπε, ορίστηκε ότι για την σύμβαση 8002 θα διατεθούν σε μίζες 75 εκατομμύρια μάρκα, ενώ για την επέκταση της σύμβασης το 2001 επιπλέον 19 εκατομμύρια μάρκα. Τα ποσά αυτά αντιστοιχούν στο 8% η αρχική και στο 8,5% η επέκταση της σύμβασης επί του κόστους του έργου. Η εισαγγελική λειτουργός εκτίμησε ότι το ποσό της μίζας επιβάρυνε την επίμαχη σύμβαση κατά 69 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που προσδιόρισε και ως αντίστοιχη ζημία του Δημοσίου.