Ήταν μεσημέρι. Μια από αυτές τις νωχελικές Κυριακές που η πόλη ανασαίνει πιο αργά. Ο ήλιος έκαιγε τα μπαλκόνια και οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι. Επέστρεφα στο σπίτι μετά από την επίσκεψή μου σε μια φίλη. Στο χέρι μου κρατούσα μια κυριακάτικη εφημερίδα που πριν από λίγο είχα αγοράσει. Μια απλή, καθημερινή στιγμή που δεν προμήνυε τίποτα.

Και όμως, εκείνο το μεσημέρι, στον ήλιο του Ιούνη, μέσα στην ίδια μου την πολυκατοικία, βίωσα τον απόλυτο τρόμο: τη λάμα ενός μαχαιριού να με απειλεί από την είσοδο μέχρι το κατώφλι του σπιτιού μου στον 5ο όροφο.

Η απρόσμενη «συνάντηση»

Ήταν γύρω στις 2:00 το μεσημέρι. Άνοιξα την πόρτα της πολυκατοικίας με το κλειδί, μπήκα και όπως πάντα και πήγα να καλέσω το ασανσέρ. Δεν άκουσα τίποτα. Κανέναν πίσω μου. Το ασανσέρ ήρθε στο ισόγειο και ετοιμαζόμουν να μπω μέσα όταν ένιωσα κάποιον να μπαίνει κι αυτός μέσα, σχεδόν ταυτόχρονα.

Τον είδα από το τζάμι της πόρτας. Νόμιζα ότι ήταν κάποιος διανομέας. Τότε ένιωσα στην πλάτη μου κάτι να με πιέζει και μια φωνή να μου λέει: «Σπίτι σου τώρα. Λεφτά».

Ο άνδρας φορούσε κράνος μαύρα ρούχα και παπούτσια με ένα λευκό σιρίτι.

Μόλις έκλεισε η πόρτα του ασανσέρ, με έβαλε να κοιτάω ευθεία στον τοίχο με την πλάτη στον καθρέφτη. Εκείνος συνέχιζε να στέκεται πίσω μου με το μαχαίρι στην πλάτη μου. Ήταν ήρεμος. «Μην φωνάξεις. Πήγαινέ με στο σπίτι σου. Θέλω μόνο τα λεφτά σου», μου είπε. Ούτε ένταση, ούτε υστερία. Αυτή η ψυχραιμία του με πάγωσε.

Η ανοδική πορεία με το ασανσέρ – 35 δευτερόλεπτα αιωνιότητας

Πάτησα το κουμπί για τον 5ο όροφο. Η ζελατίνα από την εφημερίδα γλιστρούσε στα χέρια μου και ξαφνικά ένιωσα πολύ κουρασμένη. Ένιωθα τα γόνατά μου να λυγίζουν. Η καρδιά μου χτυπούσε στα αυτιά μου. Κοιτούσα τον τοίχο διαδοχικά με την πόρτα του κάθε ορόφου και κάθε δευτερόλεπτο φάνταζε αιώνας. Σκεφτόμουν την κόρη μου, την οικογένειά μου, τους συναδέλφους μου και ένιωσα την επιθυμία να τους δω. Όλους.

Το ασανσέρ σταμάτησε. Είχαμε φτάσει στον 5ο. Δεν ακούστηκε φωνή. Παντού επικρατούσε ησυχία. Σαν η πολυκατοικία να είχε παγώσει.

Προσπαθούσα να σκεφτώ ψύχραιμα. Να μην του δώσω αφορμή. Να μην αντιδράσω. Έλεγα στον εαυτό μου: Δώσ’ του ό,τι θέλει. Αρκεί να φύγεις ζωντανή.

Μέσα στο διαμέρισμα

Ξεκλείδωσα την πόρτα του σπιτιού. «Λεφτά», μου λέει. Άνοιξα το συρτάρι και του έδωσα ότι είχε μέσα.

«Πορτοφόλι», μου λέει. Ανοίγω την τσάντα, βγάζω το πορτοφόλι και του δίνω όσα χαρτονομίσματα είχε μέσα.

Τα πήρε, έκανε μεταβολή και έφυγε γρήγορα από τις σκάλες. Δεν πείραξε τίποτα. Δεν ακούμπησε τίποτα.

Έκλεισα με δύναμη την πόρτα και την κλείδωσα. Μόνο τότε κατάλαβα ότι μπορούσα να αναπνεύσω. Ήμουν ζωντανή. Αλλά δεν ήμουν πια η ίδια.

Μετά τον τρόμο

Τηλεφώνησα στον αδερφό μου σχεδόν μηχανικά. Του είπα τι έγινε. Μου είπε να καλέσω την αστυνομία. Μηχανικά πληκτρολογώ τα νούμερα. Μια γυναικεία φωνή απάντησε από την άλλη άκρη της γραμμής. Ξεκινώντας να της περιγράφω τι έγινε άρχισα να κλαίω, να τρέμω. Η γυναίκα προσπάθησε να με ηρεμήσει. Μου είπε ότι όλα τα έκανα σωστά. Είμαι καλά. Θα ειδοποιούσε άμεσα να έρθουν αστυνομικοί. Έδωσα περιγραφή του δράστη. Κλείνω το τηλέφωνο. Ειδοποιώ τον άλλο μου αδερφό.

Λίγη ώρα μετά χτυπάει το κουδούνι. Ήταν ο αδερφός μου και δύο αστυνομικοί. Ήταν πολύ ευγενικοί, σχεδόν καθησυχαστικοί. Τους έδωσα περιγραφή του δράστη. Μου ζήτησαν να πάω όσο μπορώ πιο σύντομα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Τους υποσχέθηκα ότι θα το κάνω. Φεύγουν.

Λίγη ώρα αργότερα πήγα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Ήταν ήσυχα. Άνοιξα διστακτικά την πόρτα του Αξιωματικού Υπηρεσίας. Του εξιστόρησα τι συνέβη. Μου μιλούσε σχεδόν προστατευτικά. Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης μπήκε μια γυναίκα αστυνομικός. Μου έκανε κάποιες ερωτήσεις. Μου είπε ότι έπρεπε να φωνάξω. «Οι περισσότεροι είναι θρασύδειλοι» μου είπε. Κι αν αυτός δεν ήταν;

Επικράτησε σιγή… Τελείωσα την κατάθεση και γύρισα στο σπίτι με τον αδερφό μου. Στην είσοδο ξανά μόνη. Στέκομαι με το κλειδί στο χέρι. Διστακτικά μπαίνω μέσα. Παίρνω μια μεγάλη ανάσα και προχωράω. Κοιτάζω από τον καθρέφτη πίσω από την κολώνα… είναι άδεια… πηγαίνω προς το ασανσέρ…

Συνειδητοποιώ πως η ληστεία κράτησε λίγα λεπτά. Αλλά αυτό που μου πήρε ήταν κάτι πολύ περισσότερο από χαρτονομίσματα. Μου πήρε την αίσθηση ασφάλειας. Και δεν ξέρω αν ποτέ θα την ξαναβρώ.

Ύστερα από λίγες ημέρες

Νιώθω ότι τίποτα δεν είναι αρκετό για να προστατέψει το μυαλό μου από το να επιστρέφει νοερά σ’ εκείνες τις στιγμές που η ζωή μου ήταν στα χέρια ενός αγνώστου. Τίποτα δεν είναι αρκετό να προστατέψει το σώμα μου από το να αντιδρά με ημικρανίες και μόνιμο αίσθημα ταραχής.

Όμως, από την άλλη δεν μπορώ να ζω κοιτώντας μονίμως πίσω από την πλάτη μου. Ούτε μπορώ να επιτρέψω να μάθω στην κόρη μου να ζει τη ζωή της φοβισμένα και φοβικά.

Πρέπει να κάνω κάτι.

Νέα πόρτα, νέα ζωή;

Η πρώτη μου σκέψη είναι να αυξήσω την ασφάλεια του σπιτιού. Δεν ξέρω πώς θα με βοηθούσε περισσότερο αν είχα από πριν πόρτα ασφαλείας (με υποχρέωσε να την ανοίξω) και κάμερα στην είσοδο (φορούσε κράνος και ήταν αδύνατον να αναγνωριστεί), όμως η εποχή της αθωότητας έχει τελειώσει. Και αποφάσισα ότι η οικογένειά μου δικαιούται όσα μέσα προστασίας είναι διαθέσιμα γιατί (πλέον) ποτέ δεν ξέρεις… Δεν είμαι διατεθειμένη να ρισκάρω την επανάληψη κάτι παρόμοιου και επιπλέον έχω την ανάγκη να ξαναπάρω τον έλεγχο στα χέρια μου και να νιώσω ότι μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου.

Αυτή ακριβώς η απώλεια ελέγχου είναι ένα από τα συνηθισμένα θέματα που αναφέρουν θύματα ληστειών στις συνεδρίες, μου λέει η Κοινωνική Λειτουργός, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας Νάντια Ζιαγκουβά και μου ανέλυσε τι γίνεται.

Νάντια Ζιαγκουβά, Κοινωνική Λειτουργός, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

Όταν παραβιάζεται η ασφάλεια: Τι συμβαίνει ψυχολογικά μετά από μια ληστεία

«Το σώμα κρατά τη μνήμη του τραύματος, αλλά μέσα του υπάρχει και ο χάρτης της ίασης»
– Bessel van der Kolk

Το σημαντικότερο συναίσθημα σε οποιαδήποτε κατάσταση είναι η εμπιστοσύνη. Στην ψυχοθεραπεία η λέξη που χρησιμοποιούμε για την εμπιστοσύνη είναι η ασφάλεια. Η ασφάλεια μπορεί να διαρραγεί με πολλούς τρόπους και ένας από τους πιο έντονους και επώδυνους είναι η εμπειρία μιας ληστείας με την απειλή όπλου. Το θύμα αναγκάζεται να λειτουργήσει προστατευτικά, με όποιον τρόπο θεωρεί κατάλληλο για να προστατεύσει τον εαυτό του. Κάποιες φορές θα προσπαθήσει να τρέξει ή να αντισταθεί και άλλες θα παγώσει.

Το πιο δύσκολο σημείο αυτής της εμπειρίας είναι το τραύμα που αποτυπώνεται στο σώμα. Ειδικά όταν το άτομο «παγώσει» -αντίδραση που συχνά δεν είναι συνειδητή, αλλά αυτόματη και πολύ συνηθισμένη- θα χρειαστεί μια ολόκληρη διαδικασία για να καταφέρει να απελευθερώσει την ενέργεια που εγκλωβίστηκε εκείνη τη στιγμή.

Τα ζώα έχουν έναν φυσικό μηχανισμό αποφόρτισης του σοκ: τίναγμα, κούνημα, αναστροφή της έντασης. Ωστόσο, ο άνθρωπος τείνει να συγκρατεί αυτό το φορτίο καθώς δεν διαθέτει τον ίδιο βιολογικό μηχανισμό εκτόνωσης, με αποτέλεσμα το νευρικό του σύστημα να κρατά μέσα του το φορτίο, πολλές φορές για χρόνια, μέχρι να βρει χώρο, ασφάλεια και χρόνο για να το εκφράσει.

Όταν το σώμα μπαίνει σε συναγερμό κατά τη διάρκεια μιας ληστείας, ενεργοποιούνται αυτόματα οι αρχαίοι μηχανισμοί επιβίωσης που υπάρχουν στον ανθρώπινο εγκέφαλο, αντιδράσεις που βρίσκονται στα δύο άκρα. Στο ένα άκρο η αντίδραση μάχη ή φυγή όπου ενεργοποιείται το αυτόνομο νευρικό σύστημα και στο άλλο άκρο το πάγωμα όπου λειτουργεί το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα.

  • Μάχη (fight): Το σώμα ετοιμάζεται να αντισταθεί. Η καρδιά επιταχύνει, οι μύες σφίγγουν, η φωνή υψώνεται και η προσοχή συγκεντρώνεται στον «εχθρό». Αυτή η αντίδραση εμφανίζεται όταν το σώμα εκτιμά ότι έχει πιθανότητες να τα καταφέρει.
  • Φυγή (flight): Αν η μάχη μοιάζει αδύνατη και επικίνδυνη, τότε ο οργανισμός διαλέγει να διαφύγει. Το σώμα στέλνει σήμα να απομακρυνθεί, να τρέξει ή να ξεφύγει από τον κίνδυνο.
  • Πάγωμα (freeze): Όταν ούτε η μάχη ούτε η φυγή μοιάζουν δυνατές, το σώμα επιλέγει να παγώσει. Είναι μια μορφή εσωτερικής παράλυσης, όπου το σώμα «κλείνει» τις λειτουργίες του για να μην βιώσει περισσότερο πόνο ή κίνδυνο. Το θύμα βιώνει μειωμένους καρδιακούς παλμούς, απελπισία και δεν μπορεί να κινηθεί ή να φωνάξει, ακόμα κι αν το θέλει. Αυτός ο μηχανισμός, όσο τρομακτικός κι αν φαίνεται είναι επίσης προστατευτικός καθώς είναι η έσχατη λύση της επιβίωσης και δεν αποτελεί ένδειξη αδυναμίας.

Τι βιώνει το άτομο μετά την ληστεία

Όταν περάσει ο σωματικός κίνδυνος, αρχίζει μια ψυχική διεργασία καθώς μια ληστεία ραγίζει βαθιά την αίσθηση εμπιστοσύνης στον κόσμο. Πολλοί άνθρωποι νιώθουν ότι τίποτα δεν είναι πια σίγουρο και αναδύονται πολλά υπαρξιακά ερωτήματα όπως «γιατί σ’ εμένα;» ή «είμαι πλέον ασφαλής;».

Η ληστεία αγγίζει βαθύτερες υπαρξιακές αγωνίες: την απώλεια του ελέγχου, την ευαλωτότητα και την ραγισμένη εμπιστοσύνη στον κόσμο. Η σχέση με το ασφαλές πλαίσιο της καθημερινότητας πλήττεται και το άτομο αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην επιθυμία για αποκατάσταση και στην αποφυγή του πόνου. Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο να εμφανιστούν τα εξής συμπτώματα:

  • Αναβίωση του συμβάντος μέσα από εικόνες, ήχους ή μυρωδιές που μπορεί να ξυπνούν ξανά το φόβο
  • Αϋπνία, ταχυκαρδία, έντονη εγρήγορση ή και κόπωση
  • Ντροπή ή ενοχές και ερωτήματα όπως «γιατί δεν αντέδρασα;»
  • Αποφυγή του σημείου όπου έγινε η ληστεία καθώς και κάθε άλλη συζήτηση γύρω από το συμβάν
  • Κοινωνική απόσυρση (απομάκρυνση από φίλους και οικογένεια)
  • Αίσθηση ότι κάτι έχει αλλάξει ανεπανόρθωτα και ότι το άτομο δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του
  • Ξέσπασμα θυμού ή κλάματος καθώς και περίοδοι συναισθηματικού μουδιάσματος

Πώς μπορεί να ξαναγεννηθεί η αίσθηση της ασφάλειας

Η φροντίδα που θα ακολουθήσει μετά από μια τραυματική εμπειρία είναι καθοριστική. Όχι μόνο για να ξεπεραστεί το συμβάν αλλά για να επανασυνδεθούμε με το σώμα και τα συναισθήματά μας, με τον εαυτό μας και τη ζωή.

Το τραύμα -όπως στην περίπτωση μιας ληστείας- μοιάζει με διακοπή της ροής της ζωής. Δεν είναι τυχαίο που λέμε «πάγωσε το αίμα μου», καθώς είναι σαν να παγώνει η ροή της ύπαρξης.

H αποκατάσταση αυτής της ροής ξεκινά με τη δημιουργία ενός πλαισίου ασφάλειας: τόσο στο εξωτερικό περιβάλλον όσο και στην εσωτερική αίσθηση ότι «τώρα είμαι ασφαλής». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το άτομο χρειάζεται να αναγνωρίσει ότι ο τρόπος που αντέδρασε δεν ήταν αδυναμία, αλλά η πιο σοφή δυνατή επιλογή για να αντέξει αυτό που συνέβη και να επιβιώσει.

Σε αυτό το σημείο, η θεραπευτική υποστήριξη παίζει καθοριστικό ρόλο καθώς προσφέρει έναν ασφαλή χώρο για να εκφραστούν και να επεξεργαστούν τα δύσκολα συναισθήματα, όπως ο φόβος, ο θυμός, η ενοχή, η απώλεια. Όπως έγραψε και η Alice Miller: «Δεν μπορούμε να γιατρέψουμε αυτό που δεν έχει ειπωθεί».

Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να μιλήσουμε σε έναν θεραπευτή, πρωτίστως γιατί έχουμε ανάγκη να μοιραστούμε τη δυσκολία μας. Χρειαζόμαστε έναν άνθρωπο που όχι μόνο θα μας ακούσει, αλλά και θα μπορέσει να «κρατήσει» αυτό που κουβαλάμε, ώστε να ξαναμπούμε στη ροή της ζωής χωρίς να κλειστούμε εσωτερικά. Όπως και στο πένθος, χρειάζεται να δοθεί χώρος στη θλίψη καθώς χάσαμε κάτι, έτσι και εδώ η απώλεια δεν αφορά μόνο υλικά αντικείμενα αλλά την ασφάλεια, τη συνέχεια, την ανεμελιά. Ο θεραπευτής είναι εκεί για να αντέξει τον πόνο, την αίσθηση αδικίας, τον φόβο και σταδιακά να βοηθήσει να μετατραπεί όλο αυτό σε κάτι που μας επιτρέπει να υπάρχουμε ξανά με εμπιστοσύνη, αξιοπρέπεια και ελευθερία.

Μέσω της θεραπευτικής σύνδεσης το άτομο μπορεί να αισθανθεί και πάλι ασφαλής μέσα στο σώμα του, στον κόσμο και να αρχίσει να εμπιστεύεται ξανά.

Παράλληλα, η καθημερινή επαφή με μικρές πράξεις που προσφέρουν στο άτομο την αίσθηση του ελέγχου και της γείωσης, όπως το περπάτημα, το γράψιμο, η μουσική, η δημιουργική έκφραση, μπορεί να λειτουργήσουν ως γέφυρες προς την ενδυνάμωση.

Οι πρακτικές διαλογισμού και οι ήπιες ασκήσεις αναπνοής μπορούν επίσης να ενισχύσουν σημαντικά την εσωτερική γαλήνη και την αίσθηση ασφάλειας μέσα στο σώμα. Μέσα από τη συνειδητή αναπνοή και την ήρεμη παρατήρηση, ρυθμίζεται σταδιακά το νευρικό σύστημα, γίνεται επαναφορά στο εδώ και τώρα και το άτομο αρχίζει να ξαναχτίζει μια σχέση εμπιστοσύνης και φροντίδας με τον εαυτό του, έχοντας το σώμα ως σύμμαχο.