Οι κρίσιμες εκλογές της 21ης Μαΐου έχουν μια «πρωτοτυπία», με την έννοια ότι τα πολιτικά και ταξικά χαρακτηριστικά των δύο κυβερνητικών προγραμμάτων που αντιπαρατίθενται σπάνια ήταν τόσο διαυγή και ανάγλυφα. Ο κ. Μητσοτάκης έχει αποδείξει με τα κυβερνητικά του έργα πως ό,τι έλεγε, το εννοούσε: αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υποδομών, εκχώρηση κοινών αγαθών στο κερδοσκοπικό κεφάλαιο, υπόθαλψη της αισχροκέρδειας, γιγάντωση των ανισοτήτων.

Τώρα, μέσα σε μια τεχνητή ατμόσφαιρα αποπροσανατολισμού και φόβου, ο κ. Μητσοτάκης και το σύστημα που τον στηρίζει επιδιώκουν να εμφανίσουν ως δήθεν αυτονόητο και δεδομένο ένα ακραίο ενδεχόμενο, δηλαδή να δώσει η κοινωνία εκ νέου ψήφο εμπιστοσύνης στον ίδιο και τα πεπραγμένα του. Για ποιον σκοπό; Για να ολοκληρωθεί το «έργο» της υφαρπαγής κάθε θεσμικής δικλείδας διακυβέρνησης με όχημα το διαβόητο «επιτελικό κράτος», δηλαδή το γνωστό παλαιόθεν πελατειακό κράτος της Δεξιάς, με νέο περιτύλιγμα. Το ότι πηγαίνουμε σε αυτές τις εκλογές με τη νοσηρή ομίχλη των παράνομων κυβερνητικών υποκλοπών και των όποιων πολιτικών εκβιασμών συνεπάγονται είναι από μόνο του δείκτης της κατάπτωσης που προκάλεσε η θητεία Μητσοτάκη στα πολιτικά πράγματα.

Απέναντι σε αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ έχει καταρτίσει ένα αριστερό, δημοκρατικό και προοδευτικό κυβερνητικό πρόγραμμα, με ρεαλιστικούς στόχους. Ένα πρόγραμμα που, ασφαλώς, ξεκινά από την αποκατάσταση της βαριάς βλάβης που προκάλεσε στην οικονομία, την κοινωνία και τους θεσμούς η τετραετία Μητσοτάκη, αλλά πηγαίνει πέρα από αυτό, προτείνοντας μια ελπιδοφόρα προοπτική και μια εναλλακτική πρόταση στους πολίτες. Με βασικούς άξονες την καταπολέμηση της ακρίβειας, την αύξηση του λαϊκού εισοδήματος μέσω της αύξησης μισθών και της ρύθμισης χρεών, την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και την ανασυγκρότηση του κράτους.

Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς με βάση τα ανωτέρω ότι η λαϊκή καταδίκη του κ. Μητσοτάκη και του μοντέλου διακυβέρνησης που εφάρμοσε θα ήταν δεδομένη και ολοφάνερη. Κι όμως, παρατηρούμε να ξεδιπλώνεται το σχέδιο της ΝΔ στα πάντα φιλικά προς αυτήν ΜΜΕ, ώστε να καλλιεργηθεί η ψευδής εικόνα ότι η μάχη έχει ήδη κριθεί υπέρ της. Ο στόχος είναι προφανής: να εμπεδωθεί το αίσθημα ματαίωσης και παραίτησης σε αυτά ακριβώς τα λαϊκά στρώματα που έχουν πληγεί περισσότερο από την πολιτική της. Συγχρόνως, είναι φανερό ότι επιδιώκει να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο -ουσιαστικά να ακυρώσει- το δικαίωμα της νεολαίας στην ψήφο, αρνούμενη να δώσει τη δυνατότητα εκλογικής άδειας σε εκατοντάδες χιλιάδων νέους που ήδη εργάζονται στον τομέα του τουρισμού και της εστίασης.

Στον αντίποδα, χρέος όλων των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων είναι να ενθαρρύνουν και να διευκολύνουν με κάθε πρόσφορο μέσο τους πολίτες -και ιδίως τους νέους- να μην απέχουν από αυτήν την τόσο κρίσιμη εκλογική διαδικασία, αλλά να κάνουν χρήση του ισχυρού τους όπλου: της ψήφου. Έτσι θα ακυρωθούν τα όποια σχέδια του κ. Μητσοτάκη να συντηρήσει και να επιτείνει τη σημερινή κατάσταση παρακμής. Είθισται να λέγεται σε κάθε προεκλογική περίοδο ότι κάθε ψήφος μετράει, ότι καμία ψήφος δεν πρέπει να πάει χαμένη. Μπορεί αυτό να ακούγεται σαν κοινοτυπία, αλλά σπάνια στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας μας είχε τόση βάση όσο τώρα.

  • Δημήτρης Βίτσας, αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Β2 Δυτικού Τομέα Αθήνας