Ο φόρτος εργασίας από την κοινοβουλευτική ενασχόληση δεν εμπόδισε τον ανεξάρτητο βουλευτή Κωνσταντίνο Μπογδάνο από το να μεταφράσει στα νέα ελληνικά την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Όπως επισημαίνει και ο ίδιος, η Αποκάλυψη είναι ένα εσχατολογικό, μεταφυσικό κείμενο, ένα μυστικιστικό αφήγημα γεμάτο ρυθμούς, επαναλήψεις, επωδούς και συνηχήσεις, διαπνέεται από αυτό που ο Ουελμπέκ περιγράφει ως «τη βασική ιδέα της ποίησης, μιας ένωσης της αντήχησης και της σημασίας, που επιτρέπει να ειπωθεί ο κόσμος». «Αλλά γιατί και πως να μεταφράσει κανείς την Αποκάλυψη στα νέα ελληνικά;» αναρωτιέται.

Και συνεχίζει: «Μέριμνα αυτής της έκδοσης, αλλά ταυτόχρονα και απάντηση στο γιατί να καταπιαστεί κανείς με ακόμα μία μεταφορά της Αποκάλυψης του Ιωάννη στα νέα ελληνικά, είναι η επιδίωξη να αποδοθεί το πρωτότυπο με την κατά το δυνατόν μικρότερη απόκλιση από τη γλώσσα του, ακολουθώντας αν γίνεται τη σύνταξη του αρχικού κειμένου και συγχρόνως επιδιώκοντας ο αριθμός λέξεων της απόδοσης να παραμένει στα μέτρα εκείνου της πηγής. Να τηρηθεί, δηλαδή, στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα μία οικονομία, που αποτελεί και τη βάση τόσο της υπερβατικής ποιητικότητας του έργου, όσο και της αφηγηματικής του αξίας».

Σε ανάρτησή του στο Facebook ο βουλευτής, Κωνσταντίνος Μπογδάνος τονίζει πως «η «μετάφρασή» μου αυτή δεν είναι λογοτεχνική. Πιο πολύ, είναι ένα «λυσάρι» που προσεγγίζει με δέος και ευλάβεια τον λόγο του Ιωάννη, μεταφέροντας στα νέα ελληνικά μόνο ό,τι είναι απαραίτητο, τηρώντας τη σύνταξη, τη στίξη και τον ρυθμό της πηγής, ώστε να πλησιάσει κανείς το πρωτότυπο κατά το δυνατόν «χωρίς μεσάζοντες».

Η Αποκάλυψη του Ιωάννη γεννήθηκε μαζί με τον ελληνόφωνο χριστιανισμό, δηλαδή την Ορθοδοξία, και στα είκοσι-δύο κεφάλαιά της ξεδιπλώνει μια διήγηση που γράφτηκε εν Πνεύματι για να εμπνεύσει, να ενδυναμώσει τις διωκόμενες χριστιανικές κοινότητες, να συνεπάρει όποιον την ακούει ή τη διαβάζει. Ευχής έργον, αν το επιτυγχάνει όχι μόνο στην ελληνιστική κοινή του α’ αιώνα, αλλά και στην επίγονή της, σημερινή μας γλώσσα, το παιδί της φυσικής λαλιάς του Μακρυγιάννη και μιας τεχνητής νεότερης αρχαΐζουσας, που είναι η νέα ελληνική κοινή – και που, όπως ο ίδιος ο Ελληνισμός, καλείται να διατυπώσει όρους ύπαρξης στον, αποκαλυπτικό έως τώρα, κα’ μετά Χριστόν αιώνα».